Wednesday, December 31, 2008

Διαβάζω περασμένα ποστ, και πέρα από την κινηματογραφική σαιζόν, βλέπω πως καθρεπτίζουν τη χρονιά σε όλες τις περιόδους της. Σχέδια που πέτυχαν κι άλλα που δεν έγιναν ποτέ. Μερικά απλώς παίρνουν παράταση μέχρι να τα βρει ο καιρός τους.

Ένας άνθρωπος που αγαπώ πολύ, λέει πως "τον χρόνο τον φτιάχνουμε εμείς". Και συμφωνώ απόλυτα. Απόψε όμως, για λίγες στιγμές, θα αφήσω τον χρόνο να με παρασύρει στο δικό του ταξίδι. Θα μετρήσω μαζί του ανάποδα και θα μηδενίσω όλα αυτά που πέρασαν και άφησαν το δικό τους σημάδι. Και σε μια στιγμή, θα νοιώσω καινούργιος... όσο μια ταινία που την έχεις ξαναδεί, αλλά εξακολουθείς να πιστεύεις πως το τέλος θα έρθει διαφορετικά. Κι άλλη μια χρονιά θα προσπαθώ να πιστεύω πως το τέλος θα αλλάξει. Κι ίσως φέτος τα καταφέρω. Οι ταινίες αντέχουν στο χρόνο γιατί αλλάζουν μαζί του.

Όλα εκείνα που δεν θα αλλάξουν τα ξεχνάω για λίγο. Κι ας έρθουν να με τρομάξουν στην ώρα τους. Στις σκηνές που ξεχνάς να θυμηθείς πως σε τρομάζουν, μόνο και μόνο γιατί στο τέλος τους τα μάτια σου άνοιγαν πάλι ατρόμητα.

Καλή προβολή!!!


Monday, December 29, 2008

In a lonely place (1950)

Βασισμένο αμυδρά στο ομότιτλο βιβλίο της Dorothy Hughes, το In a lonely place, αποτελεί μια πρωτότυπη, για την εποχή, μείξη των μελοδραμάτων με τα φιλμ-νουάρ θρίλερ, και παρόλο που αυτό στάθηκε εμπόδιο σε ένα καλύτερο marketing που θα απέτρεπε την εμπορική του αποτυχία, σήμερα θεωρείται ένας από τους βασικούς λόγους που κάνει την ταινία ανεξίτηλα κλασσική. Βέβαια σημαντικό ρόλο σ' αυτό έπαιξε και η δυναμική παρουσία του Bogart σε μία από τις πιο ανατρεπτικές ερμηνείες της καριέρας του. (Πολλοί θεωρούν το όσκαρ που ήρθε δύο χρόνια αργότερα με το African Queen, σαν καθυστερημένη βράβευση αυτής της ερμηνείας).

Με το ρόλο ενός σεναριογράφου που αναζητά τη χαμένη του έμπνευση, μας δίνεται μια ξεκάθαρη ματιά πίσω από τον επιφανειακά αστραφτερό κόσμο του Hollywood, απ' όπου και ξεκινά μια σεναριακή αναζήτηση των ορίων της ανθρώπινης βιαιότητας και μισαλλοδοξίας. Η επιτυχία της αναζήτησης αυτής έρχεται περισσότερο για να παρασύρει τον ίδιο το θεατή να παίξει με τα δικά του όρια και να αναγνωρίσει τον εαυτό του στους πρωταγωνιστές και το αντίστροφο. Με μια παρόμοια εσωστρεφή προσέγγιση το σενάριο αυτοσαρκάζει την ύπαρξη του χρησιμοποιώντας το σχετικό ρόλο του Bogart, και έτσι απενοχοποιείται κι από τις κατηγορίες που το θέλουν να ξεφεύγει από τις προθέσεις του πρωτότυπου βιβλίου.

Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον όμως για το θεατή, έρχεται με την εισαγωγή ενός δεύτερου επιπέδου πλοκής η οποία ακολουθεί το μυστήριο ενός φόνου, περιπλέκει τους χαρακτήρες ηθογραφικά, και ανατρέπει σε απροσδιόριστο βαθμό τις εντυπώσεις που πρέπει να αφήνει ο "ήρωας" μιας ταινίας. Στο πλαίσιο αυτό πατά και η τρομακτικά σκοτεινή σκηνοθεσία του Nicholas Ray, που εγκλωβίζει όλες τις αντίρροπες δυνάμεις της ταινίας στον ίδιο χώρο, για να μεγιστοποιήσει τις ερμηνευτικές εντάσεις και τα ηθογραφικά ξεσπάσματα ώστε να μην αφήνουν ασυγκίνητο κανένα.



Τα εύσημα βέβαια αρμόζουν και στη Gloria Grahame που αποτελεί την ευαίσθητη δύναμη της ταινίας, και αναδεικνύει περισσότερο τις αντιθέσεις στο ρόλο του Bogart, ανάγοντας τον στον ιδανικό αντι-ήρωα. Η ερμηνεία της, αν και συζητήθηκε περισσότερο υπό τη σκοπιά των προβλημάτων που είχε η ίδια με τον σύζυγο και σκηνοθέτης της ταινίας, Ray, δεν αμφισβητήθηκε ποτέ για την δυναμική της, που της επέτρεψε να σταθεί εξαίσια στο κινηματογραφικό ταίρι της με τον Bogart.

ΥΓ. Το In a lonely place άνοιξε εξαίσια το θέμα του παρασκηνίου της δημοσιότητας το 1950, την ίδια χρονιά που ακολούθησαν αντίστοιχα αριστουργήματα όπως το Sunset Blvd, και το All About Eve.

ΥΓ 2. Σε δήλωση του για την αισθητική της νέας του ταινίας "Los Abrazos Rotos", ο Pedro Almodovar ανέφερε ότι θα είναι εμπνευσμένη από την αντίστοιχη αισθητική του In a lonely place και του The Bad and the Beautiful, κάτι που μου δίνει έναν επιπλέον λόγο να ανυπομονώ για την κυκλοφορία της στις αίθουσες.



Sunday, December 28, 2008

Viva Pedro Special - Μέρος 4ο - Η κλασσική εποχή

Το 1985 η ισπανική τηλεόραση ανέθεσε στον Almodóvar να σκηνοθετήσει μια ιστορία του που θα παιζόταν στην εκπομπή "La edad de oro" (Η χρυσή Εποχή), που παρουσίαζε η κριτικός Paloma Chamorro. Ο ίδιος εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και δημιούργησε μια δραματική ιστορία αγάπης και χωρισμού, συμπληρωματική του ¿Qué he hecho yo para merecer esto! που τότε συνέχιζε να κάνει ρεκόρ εισιτηρίων στα ταμεία. Το Tráiler para amantes de lo prohibido (1985) αποτέλεσε μία kitsch επιτομή και φόρο τιμής στις τελενοβέλες των 2 προηγούμενων δεκαετιών. Με εναλλαγή τραγελαφικών διαλόγων και αγαπημένων τραγουδιών bolero, δημιουργεί μια ιστορία που επιδιώκει αποκλειστικά να είναι διασκεδαστική, και το καταφέρνει. Οργανωμένη σε "πράξεις" παρουσιάζεται στα μέτρα ενός θεατρικού μιούζικαλ, που στιγματίζεται έντονα από τις χαρακτηριστικές εκκεντρικότητες του σκηνοθέτη. Την παράσταση κλέβει η Bibí Andersen που κατέχει μερικούς ακόμα περαστικούς, άλλα άκρως ενδιαφέροντες ρόλους στο συνολικό έργο του Almodóvar, κι εδώ ερμηνεύει το τραγούδι-κλειδί της υπόθεσης "Soy lo prohibido"(Είμαι το απαγορευμένο).



Με την μεγάλη διεθνή επιτυχία του ¿Qué he hecho yo..., ο Almodóvar αισθάνθηκε την ανάγκη να στραφεί σε ένα διαφορετικό είδος κινηματογράφου που θα τον βοηθούσε να αναδείξει περισσότερο τις συγγραφικές και σκηνοθετικές του ικανότητες, καθώς και να ασχοληθεί με τομείς της ισπανικής κοινωνίας που έχουν εθνική ταυτότητα, αλλά καταλήγουν να αφορούν τους πάντες μέσω της πανανθρώπινης εξάρτησης στην ηδονή. Το μέσο αυτό θα τον οδηγούσε στην καθιέρωση μιας δικής του υβριδικής κινηματογράφησης, που έκτοτε θα αποτελέσει σήμα κατατεθέν, και θα του δώσει το πάτημα να αρχίσει στα μισά της καριέρας του, ένα συμπληρωματικό οπισθοδρομικό ταξίδι στην φιλμογραφία που τον έκανε γνωστό, δοσμένο εκ νέου κάτω από το καθιερωμένο πλέον αλμοδοβαρικό στίγμα.

Matador (1986)
Στην απαρχή λοιπόν, μιας περισσότερο κλασσικής, για τον ίδιο, εποχής, πιάνεται από το θέμα της ταυρομαχίας για να περάσει συμβολικά σε κάθε ερωτικό παιχνίδι που καταλήγει θυσία (συναισθηματική αλλά και σαρκική) στο βωμό της διεστραμμένης απόλαυσης. Ο αυνανισμός του ταυρομάχου μπροστά σε μια οθόνη γεμάτη από gore σκηνές θέτει το σαδιστικό κλίμα εξ' αρχής. Στο κλίμα αυτό αναπτύσσονται οι βασικές κινητήριες δυνάμεις της ταινίας, που χρησιμοποιούν τα μυστικά και τους ανολοκλήρωτους πόθους για να δημιουργήσουν χαρακτήρες πιόνια - έρμαια στο παιχνίδι τους, την ίδια στιγμή που μια ανώτερη υπερφυσική δύναμη τους ξεσκεπάζει και τους "ευλογεί" με την καταδίκη τους. Το αγαπημένο θέμα της θρησκείας, εμπλουτίζεται με τη σκοτεινή πλευρά του σεξ και της σαρκικής απελευθέρωσης μέσω της σωματικής καταστροφής, με τους ήρωες να πλέκουν ένα σχεδόν μυθικό θρίλερ, από ερωτικές "μάχες" που καταλήγουν σε θάνατο κι από σκοτεινές επιθυμίες που παραμένουν απωθημένα μιας αδύνατης "νίκης". Αναμφισβήτητα η πιο σκοτεινή ταινία του Almodóvar και η πρώτη στην οποία σκηνοθετεί τόσο γραφικές σαρκικές σκηνές πάθους. Στο Matador μοιράζεται για πρώτη φορά τη σεναριακή επιτυχία με τον Jesus Ferrero. Εδώ συναντάμε και μία από τις πιο ολοκληρωμένες ερμηνείες του (μόλις 26 χρόνων τότε) Antonio Banderas.



Ο Almodóvar σχολιάζοντας την ταινία είπε "Οι Ισπανοί σέβονται τον κόσμο των ταυρομαχιών ακόμα περισσότερο κι από τη Θρησκεία. Δοθείσης της ευκαιρίας θα καταδίκαζαν πιο εύκολα ένα ταυρομάχο, παρά τον ιδρυτή της Opus Dei".

Το 1986 ο Pedro μαζί με τον αδελφό του Agustín, εκμεταλλεύονται το νόμο της Pilar Miró που επέτρεπε στους κινηματογραφιστές να ζητούν μέχρι και 50% κάλυψη των εξόδων τους από το κράτος, και ιδρύουν τη δική τους εταιρία παραγωγής την El Deseo, που έκτοτε παράγει κάθε ταινία του Pedro, και πιο πρόσφατα ταινίες άλλων ανεξάρτητων Ισπανών δημιουργών.

Το Matador μπορεί να γνώρισε μεγάλη διεθνή επιτυχία, αλλά στην Ισπανία έγινε δεκτό με ανάμεικτες κριτικές. Για το λόγο αυτό στην επόμενη ταινία του, θέλησε να επιστρέψει σ' αυτό που ήξερε να κάνει καλά, στο μελόδραμα, χωρίς όμως να απαρνηθεί και τις εξελιγμένες σκηνοθετικές του μεθόδους.

La ley del deseo (1987)
Έτσι για άλλη μια φορά ρίχνεται στην κυνήγι των κρυφών πόθων του ανθρώπου, με κυρίαρχες ομοφυλοφιλικές παρεμβάσεις, αυτή τη φορά αντικαθιστώντας την τύχη με τη μοίρα, σαν παράγοντα ευτυχίας, παρουσία των αγαπημένων συγκυριών, που ενώνουν τις υπο-ιστορίες του, πάντα, σε ένα τραγικό ντελίριο συναισθημάτων και καταστάσεων. Το Movida μοιάζει να αναβιώνει εδώ, σαν μια καλλιτεχνική κατάρα, την ίδια στιγμή που το Ne Me Quitte Pas γίνεται πλέον η σπαρακτική επένδυση, στη θέση των -τότε- πανκ ξεσπασμάτων. Για πρώτη φορά ξεγυμνώνει τόσο κυνικά την μοναξιά που ακολουθεί τη χρήση των ναρκωτικών και του ανούσιου σεξ, και παρουσιάζει ένα κόσμο τόσο κατεστραμμένο από τη συναισθηματική εκμετάλλευση, που είναι έτοιμος να αγκαλιάσει τις αποτυχίες του, απλώς γιατί είναι το μόνο που του απομένει. Ακόμα κι αν αυτό τον αναγκάζει να πορεύεται με το μοναδικό νόμο που βολεύει τις πληγωμένες καρδιές...το νόμο του πάθους! Ο Almodóvar αντιμετώπισε τεράστια προβλήματα μέχρι να βρει το άνοιγμα για την έξοδο της ταινίας στις αίθουσες, και γι' αυτό η επιτυχία του την ανάγει σε μία από τις σημαντικότερες ανεξάρτητες ταινίες του νεότερου ισπανικού κινηματογράφου. Ευτυχώς η κυκλοφορία της μας χάρισε μερικές εξαιρετικές ερμηνείες, πέραν της σκηνοθετικής και σεναριακής αλμοδοβαρικής ιδιοφυίας πίσω από το σύγχρονο φιλμ-νουάρ αυτό, ανάμεσα στις οποίες η "μανιακή προσέγγιση" στο σχιζοφρενικό ρόλο του Antonio Banderas, η πρώτη εμφάνιση της ανεκδιήγητα καλτ Rossy de Palma, και η πολυεπίπεδη ερμηνεία της Carmen Maura -που σήμερα θα θεωρούταν οσκαρική- που χάρη στη φύση της την ανέδειξε έκτοτε σε ένα από τα δημοφιλέστερα gay icons της Ισπανίας.



Στο επόμενο: Viva Pedro Special - Μέρος 5ο - Η καταξίωση και η διεθνής αναγνώριση!

Saturday, December 27, 2008

Viva Pedro Special - Μέρος 3ο - Οι πρώτες σημαντικές επιρροές

Με την κατάρρευση του δικτατορίστικου ιδεαλισμού που ακολούθησε το θάνατο του Franco (1975), η εκτόνωση της ισπανικής επαναστατικής νεολαίας αποπροσανατολίστηκε. Κινήματα όπως το La Movida, αποδυναμώθηκαν και οι νέοι που αγνοούσαν τους κανόνες και ζούσαν για τη διασκέδαση με το ελεύθερο σεξ και τις ουσίες, ξαφνικά άρχισαν να αναζητούν νέες κατευθύνσεις, με τους περισσότερους να καταλήγουν δέσμιοι των πιο επικίνδυνων ναρκωτικών που άρχισαν να κάνουν τότε την εμφάνισή τους.

Οι καλλιτεχνικές ομάδες, άρχισαν να ενσωματώνουν αυτές τις εξελίξεις στο έργο τους, απεικονίζοντας τους κομματιασμένους δρόμους που κατέληγαν στην ίδια παρακμή...τη δυναμικά εκούσια εξόντωση της νεολαίας. Στο πλαίσιο αυτό ο ίδιος ο Almodóvar, αποφασίζει να στραφεί στον κινηματογράφο που ακούγεται όχι επειδή κάνει απλώς θόρυβο, αλλά επειδή έχει κάτι να πει! Με πηγή έμπνευσης τον συμπατριώτη του και δημιουργό Luis García Berlanga που έζησε ολοκληρωμένα τη δικτατορία του Franco, και δε δίσταζε να τη σατιρίζει και να ξεφεύγει επιδέξια από τη λογοκρισία με κρυμμένες και διφορούμενες νύξεις, καθώς και επιρροή από τις μείξεις του φανταστικού με το πραγματικό που καθιέρωσε ο μεγάλος Ιταλός σκηνοθέτης Federico Fellini, αποφασίζει να γυρίσει μια σκανδαλώδη ταινία που θα είχε για πρώτη φορά την υποστήριξη από μια επίσημη ομάδα παραγωγής.

Η αρχή έγινε με την Tesauro στην οποία θα γύριζε δύο συνολικά ταινίες, πριν ιδρύσει τη δική του εταιρεία παραγωγής μαζί με τον αδελφό του Agustín.

Entre Tinieblas (1983)
Με ένα εκκεντρικό μοναστήρι στο προσκήνιο, και τα απομεινάρια της πανκ επανάστασης μαζί με την διαλυμένη ισπανική κοινωνία στο παρασκήνιο, κλείνει στον ίδιο χώρο συμβολικά πρόσωπα θρησκευτικής (και πολιτικής) εξουσίας και τα ανακατεύει με στερεοτυπημένα κοινωνικές αμαρτωλές μορφές, για να αναδείξει τις ομοιότητές τους μέχρι την τελική αποστομωτική ταύτισή τους. Σατιρίζοντας την πίστη δια της απουσίας της, παρουσία μιας ανθρώπινης αφελούς εμπιστοσύνης προς καθετί (φαινομενικά) ισχυρότερο, παρουσιάζεται ένα αναδρομικό παιχνίδι εκμετάλλευσης, που εξηγεί συμβολικά τον τρόπο με τον οποίο πέθαναν τα ιδανικά κάθε κοινωνικού κινήματος, στο όνομα της ατομικής παρασιτικής επιβίωσης. Ο έρωτας σαν καταδίκη παρά σαν ευλογία, κυριαρχεί ως βασική κινητήριος δύναμη, και το εν αγνοία καλό πηγάζει αντιφατικά, στα προσφιλή για τον Almodóvar λημέρια της επαναστατικά καταδικασμένης γενιάς του που πλήρωσε εντονότερα το τίμημα της δικτατορικής κατάρρευσης.



Η ταινία συγκεντρώνει στο καστ της τις σημαντικότερες εμβληματικές γυναίκες του σκηνοθέτη, με την τρίτη και τελευταία συνεργασία του με την Cristina Pascual στον πιο αβανταδόρικο ρόλο της καριέρας της, με την πρώτη (από τις συνολικά 6) εμφάνιση της εκκεντρικής (γιαγιάς!) Chus Lampreave καθώς και της αριστοκρατικά κινηματογραφικής Marisa Paredes, και την τρίτη από τις συνολικά 8 συνεργασίες με την υπέρτατη μούσα του Carmen Maura. Μαζί τους ξεκίνησε και η γενικότερη ενασχόληση του Pedro με τη γυναίκα σαν σύμβολο των πάντων, και η διερεύνηση στον γυναικείο ψυχισμό ντυμένο με κάθε ανθρώπινη έκφανση. Ο ίδιος βέβαια έχει επανειλημμένως εκφράσει τη δυσαρέσκεια του, για τις υποχωρήσεις που αναγκάστηκε να κάνει στη συγκεκριμένη ταινία, προκειμένου να πάρει την έγκριση κυκλοφορίας. Χρειάστηκαν πάνω από 15 χρόνια και η διεθνής αναγνώριση, για να κυκλοφορήσει το 20λεπτο των κομμένων ή τροποποιημένων σκηνών της αρχικής κόπιας.

¿Qué he hecho yo para merecer esto! (1984)
Η ταινία αυτή έχει πολλούς λόγους για να ξεχωρίζει στη γεμάτη φιλμογραφία του μεγάλου Ισπανού δημιουργού. Καλλιτεχνικά πρόκειται για μια άρτια μαύρη κωμωδία που οργανώνεται πάνω σε εξερευνητικούς άξονες που έχουν να κάνουν με κάθε είδους εξάρτηση. Φυσικά ξεκινώντας από τα ναρκωτικά σε ένα γενικότερο υπερκαταναλωτικό πλαίσιο, που προσγειώνει την εξάρτηση σε επίπεδα νοικοκυριού, φτάνει μέχρι την ανθρώπινη εξάρτηση στους τύπους και στα στερεότυπα που προστατεύουν τις ισχυρές κοινωνικές ισορροπίες. Βέβαια από το θέμα αυτό δεν θα μπορούσε να παραληφθεί το στερητικό σύνδρομο που έρχεται περισσότερο σαν επιτακτική ανάγκη παρά σαν απόφαση. Σεναριακά καταφέρνει να δημιουργήσει ένα πιστό κοινωνικό αποτύπωμα της εποχής μέσα από ευφάνταστα διασκεδαστικές προσωποποιήσεις ρόλων του άνδρα και της γυναίκας, σε ένα ηλικιακό φάσμα που δεν αφήνει απ' έξω καμία γενιά. Με περισσότερη εμπειρία στη γραφή πλέον ο Almodóvar επανέρχεται στο μοτίβο των εντυπωσιακών "δεύτερων" χαρακτήρων, που αυτή τη φορά μένουν ευδιάκριτοι σε ένα περισσότερο διακοσμητικό αλλά εξίσου σημαντικό και διασκεδαστικό ρόλο. Τα σκηνοθετικά του σημάδια αρχίζουν να παγιώνονται την ίδια στιγμή που το μεταφυσικό και η τραβηγμένη πραγματικότητα τον συνδέει δεξιοτεχνικά με τον Rainer Werner Fassbinder και το γενικότερο κινηματογραφικό ρεύμα του ιταλικού νεορεαλισμού. Στη βάση αυτή, καταλήγει σε μια συμβολική επιστροφή στη λύτρωση που βρίσκει ο καθένας μέσα από την ελπίδα μιας νέας αρχής - μια ιδέα που θα κλείσει τον κύκλο της δύο δεκαετίες αργότερα με το Volver. Με το ¿Qué he hecho yo... έρχεται και η πρώτη συνεργασία του με τον Alberto Iglesias που γίνεται στο εξής σχεδόν μόνιμος συνεργάτης του.



Όλα αυτά τα στοιχεία έθεσαν τις βάσεις για την πρώτη σημαντική αναγνώριση του Almodóvar με την ταινία να απολαμβάνει διεθνή κυκλοφορία, να λαμβάνει εξαιρετικές κριτικές σε Ευρώπη και Αμερική και να θεωρείται μέχρι και σήμερα μία εκ των 5 πιο χαρακτηριστικών και σημαντικών ταινιών του.

Στο επόμενο: Viva Pedro Special - Μέρος 4ο - Η κλασσική εποχή

Saturday, December 20, 2008

Viva Pedro Special - Μέρος 2ο - Από τα underground club στον Punk κινηματογράφο

Μετά το σούσουρο που δημιούργησαν οι μικρού μήκους ταινίες του στη νυχτερινή ζωή της Μαδρίτης (και της Βαρκελώνης), και με την παρότρυνση της Carmen Maura, ο Pedro αποφάσισε να αφήσει την ερασιτεχνική του Super-8 κάμερα, και να περάσει σε πιο επαγγελματικές δουλειές με φιλμ 16mm. Η πρώτη δοκιμαστική προσπάθεια έγινε σε μία ακόμα μικρού μήκους ταινία που θα σηματοδοτούσε και το πέρασμα σε πιο ολοκληρωμένες κινηματογραφικές δουλειές.

Salomé (1978)
Αν και συχνά μπερδεύεται λανθασμένα ως διασκευή του διάσημου θεατρικού του Oscar Wilde, το Salomé αποτέλεσε περισσότερο μια προσωπική σαρκαστική παρέμβαση του Almodóvar στην ανθρώπινη προσήλωση στο Θεό, εκμεταλλευόμενος εξυπηρετικά τη Σαλώμη, τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τους συμβολισμούς που κρύβουν οι ρόλοι τους ώς βιβλικά πρόσωπα. Περνώντας από τον ονειρικά οξύμωρο χορό των 7 πέπλων (η Σαλώμη παρουσιάζεται με αθλητικές μπότες να γίνεται φθηνό χορευτικό θέαμα, στο μαγευτικά ηλιόλουστο φακό της κάμερας) σε μία προσγειωτική θεϊκή παρέμβαση με τη φλεγόμενη βάτο, το φιλμ αποτελεί την πρώτη ένδειξη ενός πειραματικού σκηνοθέτη με όραμα.


Με την τάση να προκαλέσει και να εκφράσει μια δημιουργική επαναστατικότητα, αλλά και να μαζέψει χρήματα για τις επόμενες ταινίες του, ο Pedro χωρίς προϋπολογισμό ολοκληρώνει σε σενάριο μια ιδέα που είχε χρόνια, παίρνει την καλή του φίλη, πλέον, Carmen Maura και γυρίζουν με μία κάμερα σε λίγες μόνο μέρες την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους Folle...folle...fólleme Tim! (θα το μεταφράσω απλώς στα αγγλικά για προφανείς λόγους - Fuck...fuck...fuck me Tim!). Δυστυχώς ότι ξέρω για την ταινία αυτή, είναι μια άκρως δελεαστική σύνοψη του imdb και μερικές μικρολεπτομέρειες ακόμα. Ελπίζω να έχουμε τη δυνατότητα κάποια στιγμή να τη χαρούμε, έστω και σαν rip μιας ξεχασμένης-κατεστραμμένης βιντεοκασσέττας.

Η ταινία αυτή αποτέλεσε το πρώτο μέρος μιας άτυπης Punk τριλογίας. Η συνέχεια έρχεται δύο χρόνια αργότερα σε ακόμα μια συνεργασία με την Carmen Maura και τον Félix Rotaeta στο...

Pepi, Luci, Bom y otras chicas del montón (1980)
Με χαρακτήρες που θα μπορούσαν να προέρχονται από μια πιο kitsch εκδοχη των ηρωίδων του Milo Manara, και δομή που θύμιζει περιοδικό φωτορομάντζο, η Πέπη, η Λούσυ, η Μπόμι και τ'άλλα κορίτσια (όπως έγινε γνωστή η ταινία στη φεστιβαλική ελλάδα!!!), προκαλούν, ερωτεύονται, ηδονίζονται κι εκδικούνται...όλα σε υπερθετικό βαθμό! Σε μια εποχή που η ισπανική νεολαία πειραματίζεται με τα πάντα και τα 3 φύλα δεν είναι αρκετά για να καλύψουν τις σεξουαλικές διαστροφές και διακυμάνσεις, μέχρι που η ερωτική ταυτότητα χάνει τελείως το νόημά της. Ιστορία που αρχίζει από το πουθενά και τελειώνει στο ίδιο σημείο, αλλά παραδόξως κλείνει στην πορεία της ολόκληρη τη γκάμα από την αθωότητα στη διαστροφή, από την εκρηκτικά ανεξέλεγκτη γέννηση των πιο αλλόκοτων ανθρώπινων σχέσεων μέχρι την τελική αναπόφευκτη κατάλυσή τους. Μέσα στις απόλυτες λήψεις της κινηματογραφικής decadence, θα συναντήσεις ευφάνταστες ιστορίες, ανάμεικτα δεξιοτεχνικές ακολουθίες, και το πιο διασκεδαστικό τρίλεπτο διαφημίσεων που έχεις δει ποτέ, και δένει πανέξυπνα στο ούτως ή άλλως πυκνό διασκεδαστικό σενάριο. Η επιτομή της απόλυτης Αλμοδοβαρικής ελευθερίας...



Με τα λόγια του ίδιου "Η Pepi, Luci, Bom... είναι μια ιστορία για δυνατά και ευαίσθητα ανθρώπινα όντα, που αφιερώνουν τον εαυτό τους στο πάθος, που υποφέρουν από αγάπη και περνούν καλά!"

Laberinto de pasiones (1982)
Ο Λαβύρινθος του Πάθους, αναγνωρίζεται ως η πρώτη ολοκληρωμένη σεναριακά δουλειά του, μιας και εδώ συναντάμε σαφή διαχωρισμό στην πλοκή και τις υπο-ιστορίες της, οι οποίες αντιφατικά δένουν δαιδαλωδώς σε ένα κυκεώνα από μπερδέματα και συμπτώσεις. Τα κεντρικά πρόσωπα σχηματίζουν ένα "υπό-κατασκευή" ζευγάρι. Ο καθένας ξεχωριστά έχει περάσει από κάθε σεξουαλική έκφανση που αντιπροσωπεύει το φύλο του, κι όχι μόνο, αλλά μαζί προσπαθούν να ξεκινήσουν ένα περιπετειώδες κοινό μέλλον, μακρυά από τις κραιπάλες του παρελθόντος. Οι πάμπολλοι δευτερεύοντες χαρακτήρες που τους περικυκλώνουν όμως (ένας από αυτούς κι ο Antonio Banderas στην πρώτη του επίσημη εμφάνιση), κλέβουν συχνά την παράσταση με τη σύνθεση μιας ακέραιας, αλλά φαινομενικά κατακερματισμένης ιστορίας, που φέρνει το θεατή αντιμέτωπο με μια σειρά από ξεκαρδιστικά μπερδέματα, καθώς και μ'ένα ένοχο μυστικό, που φαίνεται να εξηγεί πολλά για την προδιαγεγραμμένη μοίρα των πρωταγωνιστών. Μαζί με τη συνέχιση της αναζήτησης των σεξουαλικών ορίων και στερεοτύπων, ο Almodóvar θέτει τις βάσεις για ένα δικό του είδος κινηματογραφικής δημιουργίας, που βασίζεται στο μελόδραμα αλλά εμπλουτίζεται με kitsch στοιχεία, φανταχτερά σκηνικά και παρουσίες, μια πολυεπίπεδη διερεύνηση της ανθρώπινης ταυτότητας με ιδιαίτερη αδυναμία στον πολυσχιδή ρολό της γυναίκας (και των "υποπαραγώγων" της), σε φόντο μιας ουσιαστικής απεικόνισης της μετα-Φράνκο εποχής ισπανικής κοινωνίας. Αυτή η ταινία αποτελεί και την πρώτη του πολύπλευρη συμμετοχή ως σεναριογράφος, σκηνοθέτης, ηθοποιός και μουσικός!



Ο ίδιος βέβαια τότε δήλωνε "Μια ταινία που δεν έχει να συνεισφέρει τίποτα, στην κουλτούρα κανενός". Η κινηματογραφική ιστορία, μάλλον το διαψεύδει σήμερα! Το cult status μόνο και μόνο αυτής την οδήγησε να προβάλλεται για μια δεκαετία στη μεταμεσονύχτια θέση του Alphaville της Μαδρίτης. Οι φανατικοί του δικού μας Άλφαβιλ, έχουν μια ιδέα για τη σημασία αυτού!

Στο επόμενο: Viva Pedro Special - Μέρος 3ο - Οι πρώτες σημαντικές επιρροές

Tuesday, December 16, 2008

The Nines (2007)

Μια ταινία που μου ήρθε από το πουθενά και παρόλο που της πήρε χρόνο για να διώξει τις αρχικές μου επιφυλάξεις, με κέρδισε για τα καλά μέχρι το τέλος της.Βλέπεις, δεν πίστευα ότι θα ξεκολλήσω τον Ryan Reynolds από τον Berg της αγαπημένης πιτσαρίας, ούτε ότι θα συναντούσα την Melissa McCarthy εκτός του Gilmore Girls. Κι όμως όσο κι αν στην αρχή φαίνονται να είναι έξω απ' τα νερά τους, δεν τους παίρνει και πολύ για να προσφέρουν μια εντελώς φρέσκια ερμηνεία (ή πιο σωστά τρεις ερμηνείες!) έκαστος. Άλλωστε η υπόθεση ξεκινά εκκεντρικά σχεδόν αμέσως, για να κομματιαστεί γρήγορα σε κεφάλαια υπο-ιστοριών, που προμηνύουν τα μπερδέματα και τις ακατανόητες -μέχρι πριν το τέλος- συνδέσεις των συμβάντων.

Τις αλλαγές στις ερμηνείες συνοδεύει άψογα το σενάριο και η κινηματογράφηση, που μοιάζουν να αναζητούν μια πολυσυλλεκτική ταυτότητα κάτω από τους πειραματισμούς του σκηνοθέτη John August (κυρίως γνωστού για τις σεναριακές του δουλειές με τον Tim Burton και τους Άγγελους του Charlie). Το γεγονός αυτό βέβαια (συν το ότι οι ίδιοι ηθοποιοί ενσαρκώνουν πολλαπλούς ρόλους), δυσκολεύει σε ορισμένα σημεία τη ροή της ταινίας, και την ευκολία αποδοχής της από το θεατή, μιας και δημιουργείται η αίσθηση ότι παρακολουθείς περισσότερες από μία ταινίες. Και κρίνοντας από το αποτέλεσμα, η πολυσυλλεκτικότητα στο τεχνικό κομμάτι, μάλλον της στερεί ουσιαστικά μία αυτόνομα υβριδική ταυτότητα.

Ωστόσο τα ίδια τα κομμάτια της πλοκής που μοιάζουν να μην κολλάνε (ή ίσως να κολλάνε εξαιρετικά περίεργα) μεταξύ τους, σε αναγκάζουν να ξεπεράσεις το ψεγάδι αυτό, και να κυνηγήσεις τις απαντήσεις στους γρίφους -για το τι πραγματικά συμβαίνει- που εμφανίζονται ο ένας μετά τον άλλο. Μάλιστα το ίδιο το σενάριο παίζει διασκεδαστικά με πολλές από τις θεωρίες που ενδεχομένως να σκεφτείς, εντάσσοντας τις έξυπνα στους διαλόγους που σπρώχνουν την πλοκή σε μεταφυσικά επίπεδα (μην σε ανησυχεί πολύ αυτό).



Στο πλαίσιο αυτό η υπόθεση αναπτύσσεται απότομα με μία επίπεδη κλιμάκωση, που παίζει επικίνδυνα με τα όρια του καθηλωτικού(και ευτυχώς κερδίζει), και δημιουργεί με τον τρόπο αυτό ολοένα και αυξανόμενες προσδοκίες για την επεξήγηση που θα συνδέσει διευκρινιστικά την πλοκή.Μπορεί αυτή να έρχεται αργά για να τονίσει την ανάγκη του ανθρώπου να ξεπεράσει τους βλαβερούς εθισμούς του, αλλά τουλάχιστον προσφέρει στην ταινία μία κατάλληλα διασκεδαστική και λυτρωτική δομή. Κι ένα φινάλε που αναδεικνύει μια πρωτότυπα εναλλακτική προσέγγιση της πραγματικότητας, αφήνοντας μια αίσθηση που συγκρίνεται εν μέρει με τη συναισθηματική κατάληξη των eXistenZ, Ben-X, Primer ...


Thursday, December 11, 2008

Metamorphosis (1987) + The Metamorphosis of Mr. Samsa (1977)

Όχι τόσο ταινία, όσο τηλεοπτική εκδοχή της ομότιτλης θεατρικής παράστασης, το Metamorphosis αντλεί έμπνευση από τη διάσημη ιστορία του Kafka (έχεις καταλάβει την εμμονή μου πλέον), και προσπαθεί μινιμαλιστικά να σχηματίσει την χαρακτηριστική ατμόσφαιρα και τους σκοτεινά πολυδιάστατους χαρακτήρες που εκτόξευσαν το συγγραφέα στη λίστα με τους σημαντικότερους του 20ου αιώνα. Κι εν μέρει τα καταφέρνει...

Η λιτότητα του σκηνικού σε συνδυασμό με την κυριαρχία της μουντής κι εγκλωβιστικής ατμόσφαιρας που συνθέτουν τα φίλτρα κι οι φακοί, αποτελούν τη σημαντικότερη βάση και αναφορά στο έργο του Kafka. Συγχρόνως επιτρέπουν στους ηθοποιούς να κινηθούν με την κατάλληλη άνεση στις άκρως χορογραφημένες ερμηνείες τους, αφήνοντας στη φαντασία του θεατή τις δύσκολες οπτικές μεταφορές που περιγράφονται τόσο γραφικά στο βιβλίο. Βέβαια η αντίστοιχη αφαιρετικότητα που θεωρήθηκε τόσο ευφάνταστη και καινοτόμος στο Dogville του Trier, εδώ μοιάζει περισσότερο θεατρική αναγκαιότητα.

Το μειονέκτημα αυτό όμως, θα έρθει να αντισταθμίσει η άκρως ενδιαφέρουσα σωματική -τουλάχιστον- ερμηνεία του Tim Roth, που αν και χωροταξικά περιορισμένη, παραμένει ανατριχιαστικά πιστή στην ποταπή φύση του ζωυφίου με την οποία είναι καταδικασμένος να ταυτιστεί ο ήρωας (ρίξε μια ματιά στην υπόθεση εδώ και θα καταλάβεις).Εξ' αιτίας του νεαρού της ηλικίας του Roth (τότε) μάλιστα, θα του συγχωρήσω τις λίγες υπερβολές στις οποίες κατέληξε, που θεωρώ ότι στο σημερινό χρονικό πλαίσιο κινδυνεύουν να θεωρηθούν αστείες, αλλά εν τέλει ο ρόλος του είναι ο πιο κοντινός συναισθηματικά, στον αντίστοιχο του βιβλίου. Αντίθετα οι υπόλοιποι ρόλοι μοιάζουν να ξεφεύγουν ορισμένες φορές, και πάλι διατηρώντας όμως μια πιστότητα στο αυθεντικό έργο, που κατά τα άλλα διασκευάζεται άψογα στο θεατρικό σενάριο. -Στην ενότητα αυτή απλώς θα αναφέρω ότι η φωνητική επεξεργασία του Roth ίσως χτυπά ως το πιο αποσυντονιστικό στοιχείο, αλλά δεν θα την κατακρίνω μιας και σε συγκεκριμένες σκηνές ήταν ο λόγος που κατέληξαν τόσο ανατριχιαστικές οι συναισθηματικές εξάρσεις του χαρακτήρα-



Σε γενικές γραμμές δεν θα το συνιστούσα σε κάποιον που δεν έχει διαβάσει την ιστορία του Kafka, με την άποψη ότι το κείμενό του έχει πολλά περισσότερα να προσφέρει, αλλά αν το έχεις ήδη διαβάσει, το παρόν θεατρικό δεν θα σε απογοητεύσει στους βασικούς του άξονες. Μακάρι να βλέπαμε και στην ελληνική τηλεόραση αντίστοιχες θεατρικές διασκευές.

---------------------------

Για bonus σου έχω το εκπληκτικό animation μικρού μήκους της Caroline Leaf που βασίστηκε στην ίδια ιστορία του Kafka. Αν και τα περιστατικά που εξιστορεί φτάνουν μέχρι το πρώτο μισό της ιστορίας, η ατμόσφαιρα, τα πρόσωπα και τα συμπεράσματα του βιβλίου παραμένουν αναλλοίωτα. Λευκά περιγράμματα οριοθετούν -κι απελευθερώνουν συγχρόνως- τους μαυρισμένους συμβολικά χαρακτήρες, και κινητικές μεταμορφώσεις γλιστρούν στο χώρο για να συλλάβουν με επιτυχία το στοιχείο της έκπληξης και του μυστηριακού ενθουσιασμού που χαρακτήρισε το μεγάλο συγγραφέα. Στέκεται άξια ως μία από τις αρτιότερες διασκευές που έχω πετύχει, ασχέτως είδους, κι αν αναλογιστείς ότι είναι φτιαγμένη το 1977, παραμένει ακόμα και σήμερα πολύ μπροστά της εποχής του.

Tuesday, December 09, 2008

Another Thin Man (1939)

Αν και το είδα την προηγούμενη εβδομάδα, αυτά που έχω να πω αποτελούν απλώς μια μικρή προσθήκη στο γενικό κλίμα του Thin Man όπως έγραψα εδώ κι εδώ.

Η επιτυχία της σειράς, ρίχνει το σενάριο σε ακόμα πιο λαμπρές απομονώσεις και μεγεθύνσεις των στοιχείων που φάνηκαν να ξεχωρίζουν στις προτιμήσεις του κοινού. Η σχέση του Nick με τη Nora μονοπωλεί σχεδόν τον κινηματογραφικό χρόνο, και εμπλουτίζεται με μία νέα προσθήκη που διευρύνει τις κωμικές δυνατότητες και τα λεκτικά υπονοούμενα, ώστε να αποτρέπεται κάθε αίσθηση τετριμμένου. Οι χαρακτήρες παραμένουν εκκεντρικά αξιαγάπητοι να ξεδιπλώνουν την ιδιόρρυθμη σχέση τους με μυστηριακό φόντο το αστυνομικό ενδιαφέρον της ιστορίας. Αυτή τη φορά όμως τα λάθη της δεύτερης ταινίας παραλείπονται, με τον χρόνο να μετρά συναρπαστικά τις μετρημένες σκηνές, και την παντελή απουσία τραβηγμένων και αχρείαστων ακολουθιών.

Οι δεύτεροι ρόλοι εδώ ανήκουν σε ηθοποιούς καθαρά τηλεοπτικούς, αλλά τόσο σεναριακά όσο και ερμηνευτικά, μοιάζουν οι πιο τραβηγμένα εκκεντρικοί σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ταινίες της σειράς, κάτι που αναδεικνύει μέσω των αντιθέσεων την άνεση με την οποία το ζευγάρι κάνει το "ιδιαίτερο" να μοιάζει "φυσιολογικό", και την εξυπνάδα του Nick να λύσει το μυστήριο μέσα στα καθιερωμένα πλέον στάδια, με τρόπο που καταλήγει εντυπωσιακά εύκολος. Φυσικά το Another Thin Man επισφραγίζει την αυθεντικότητα με την οποία η σειρά χαρακτηρίζεται ως η πιο διασκεδαστική αστυνομική στο είδος, και δικαιώνει την απόφαση της MGM να τη συνεχίζει.



Monday, December 08, 2008

Zoetrope (1999)

Ο βιντεοκλιπάς Charlie Deaux διασκευάζει το "In der Strafkolonie" (In the Penal Colony) του Kafka, φιλτράροντας εκτός τα γεγονότα, και κρατώντας εντός τα συναισθήματα και την ατμόσφαιρα τρόμου που η ανατριχιαστική ιστορία προκαλεί μέχρι την ολοκλήρωσή της. Με φόντο το ερώτημα για τις αντοχές της δικαιοσύνης και τα όρια της άδικης επιβολής της, ανάγει σε σύμβολα ένα φύλακα με ασφυκτική περιβολή, κι ένα γυμνό κρατούμενο διαισθητικά αφημένο στο έλεος του πρώτου και στη μέση μια "μηχανή". Σύμβολα μιας ξεπεσμένης ανθρώπινης δύναμης που κρύβεται πίσω από/παραδίδεται στην υπεροχή της μηχανής, που αναπαράγει σε 12 βασανιστικά στάδια τον ξεπεσμό της ζωής και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, πριν τα εξαφανίσει επίπονα και οριστικά.

Τα ασπρόμαυρα καρέ δημιουργούν ένα ντελίριο άνισων χρονικά εναλλαγών, με τις λεπτομέρειες που χάνονται ανάμεσα στα δευτερόλεπτα να δημιουργούν ένα σοκαριστικό υπόβαθρο που λόγω ταχύτητας περνά απ' ευθείας στο υποσυνείδητο. Εκεί πατά η επιβλητική μουσική (ή καλύτερα ηχητική) σύνθεση του Lustmord (κ.κ. Brian Williams), που μοιάζει να πυροδοτεί το ήδη εκρηκτικά φρικιαστικό κλίμα των εικόνων. Η κλιμάκωση στην 15 μόλις λεπτών συνολική διάρκειά της, μοιάζει να έρχεται βασανιστικά αργά, αν και παραδόξως στο κατάλληλο σημείο, λίγο μετά το τέλος, λίγο πριν την επόμενη αρχή...

Όλα τα παραπάνω βέβαια μεγεθύνονται με την προϋπόθεση ότι έχεις πρώτα διαβάσει την αυθεντική ιστορία, μιας και μόνο έτσι θα καταφέρεις να βγάλεις άκρη ανάμεσα στις σκοτεινά στυλιζαρισμένες και ακατανόητες εικόνες, και στο θορυβώδες σπηκάζ (κρίμα που δεν υπάρχουν υπότιτλοι πουθενά).



ΥΓ 1. Έχω να νοιώσω τόσο έντονη συναισθηματική αποτροπή από το Saw I. Μόνο που στην περίπτωση του Zoetrope, όλα συμβαίνουν πέραν των εικόνων, στη γωνιά του υποσυνείδητου όπου ο θυμός πνίγεται στον τρόμο και το αντίστροφο. Εξαιρετικό σκηνοθετικό κατόρθωμα με άριστο συνδυασμό μοντάζ.

ΥΓ 2. Η επιλογή μου να δω την ταινία ήρθε πριν τις πρόσφατες σοκαριστικές εξελίξεις με το περιστατικό του Αλέξανδρου, αλλά μετά από αυτό με συγκλονίζει το πόσο επίκαιρη μένει η ιστορία του Kafka και η παρούσα κινηματογραφική διασκευή της, που καταντά μ' αυτά και μ' αυτά σπαρακτική!

Sunday, December 07, 2008

A Country Doctor (2007)

Τον τελευταίο καιρό δοκιμάζω να δω ταινίες που βασίστηκαν σε αγαπημένα μου βιβλία, αν και τις φιλτράρω με την πιθανότητα να με ικανοποιήσουν. Ομολογώ ότι όσο κι αν ο Κάφκα -μακράν ο πιο αγαπημένος μου συγγραφέας- δημιουργεί μια μοναδικά εθιστική ατμόσφαιρα, απροσδιόριστης σύνθεσης και αφήνει τεράστια ανοίγματα σε οπτικοποιήσεις, πάντα με φόβιζαν οι μεταφορές του έργου του σε ταινίες. Αγνοώντας μερικές απογοητευτικές ακαδημαϊκές προσπάθειες λοιπόν, πέρασα σε επίσημες διασκευές μικρού μήκους.

Μετά από εξαιρετική ταλαιπωρία για την ανεύρεσή της (αν σου προκύψει θέμα με υπότιτλους στείλε μήνυμα), κατάφερα να απολαύσω το Inaka isha (a country doctor) του εμπνευσμένου animator Koji Yamamura. Ευτυχώς η ταλαιπωρία αποδείχθηκε λυτρωτική, μιας και από την εισαγωγή κιόλας του animation, ο εντυπωσιακά ιδιόρρυθμος σχεδιασμός του ανάγκασε τα συσσωρευμένα συναισθήματά μου να με κατακλύσουν. Επιπλέον ο σεβασμός με εξαιρετική ακρίβεια στο σενάριο, ανάγει τα στοιχειωτικά λόγια του Kafka, σε εξίσου συγκλονιστικές εικόνες, ικανές να ταιριάξουν καθολικά, με τις σκέψεις που κάνεις όταν διαβάζεις την ιστορία.

Η εγκλωβιστική ατμόσφαιρα της ιστορίας, είναι αρκετή για να σε καθηλώσει στον ίδιο χώρο που επιτρέπει σουρεαλιστικές παρεμβάσεις και περιορίζει τις συγκαταβατικά λυπητερές σκέψεις του πρωταγωνιστή. Μέχρι το φινάλε της διατηρεί ένα τραχύ φίλτρο συρραφής των εικόνων με το αντιφατικό γλίστρημα των σκίτσων στο χώρο, να ποτίζει τα καρέ θλίψη και δυναμισμό, αφήνοντας το συναισθηματικό κρεσέντο στην σκιά μιας ακατανίκητης δύναμης που σε κρατά δέσμιο του ξεχωριστού αυτού κόσμου. Ακόμα και μετά το τέλος της όμως και παρά την 20λεπτη διάρκειά της, θα σου χρειαστεί καιρός για να χωνέψεις την αρτιότητα των όσων είδες. Τρανή απόδειξη ότι όταν όλα τα δημιουργικά κομμάτια μιας ταινίας λειτουργούν τόσο καλά μαζί (σενάριο, σκηνοθεσία, φωτογραφία...), έχουμε στα χέρια μας κάτι παραπάνω από μια καλή ταινία...ένα διαχρονικό αριστούργημα!



ΥΓ. Αν δεν έχεις διαβάσει την ιστορία του Kafka μπορείς να τη βρεις με τον ίδιο τίτλο στις γνωστές ανοιχτές βιβλιοθήκες του Internet (δεν ξεπερνά τις 5 σελίδες), αλλά ακόμα κι αν δεν επιλέξεις να τη διαβάσεις, μη χάσεις το ταινιάκι με τίποτα! Το τρέηλερ νομίζω θα σε πείσει από μόνο του για το ξεχωριστό της υπόθεσης.

Saturday, December 06, 2008

After the Thin Man (1936)

Η επιτυχία του Thin Man (1934) και ο ιδιαίτερος ενθουσιασμός που έδειξε το κοινό για το ταίριασμα του Powell με την Loy, εξασφάλισε τη συνέχιση της σειράς, παρά το γεγονός ότι ο Dashiell Hammett είχε αφιερώσει στους χαρακτήρες ένα μοναδικό μυθιστόρημα. Με το πρώτο σήκουελ λοιπόν, η MGM είχε κάθε λόγο να το γιορτάζει, κάτι που πέρασε και στο σενάριο. Οι αγαπημένοι χαρακτήρες γίνονται με θέρμη αποδεκτοί από το κοινό, κι ένα σημαντικό πρώτο κομμάτι της ταινίας, φεύγει μέχρι να χωνέψουμε την επιτυχημένη επιστροφή.

Δυστυχώς το πλατείασμα στο σενάριο είναι γενικότερο, μιας και καθ' όλη τη διάρκεια της πλοκής παρατηρούνται εκτεταμένες ακολουθίες που θα μπορούσαν τουλάχιστον να ήταν πιο σύντομες -αν όχι κομμένες τελείως-.Αλλά αυτό μένει το πρώτο και τελευταίο ατόπημα της ταινίας. Κατά τα άλλα οι χαρακτήρες παραμένουν εξαιρετικά διασκεδαστικοί, η ιστορία μοιάζει να ακολουθεί πιστά τα ερευνητικά στάδια της πρώτης, και η ευφυΐα στη λύση του μυστηρίου βοηθάει και πάλι στην καθιέρωση του Thin Man ως την πιο αβίαστα έξυπνη, εθιστική και διασκεδαστική αστυνομική σειρά που παρακολουθήσαμε ποτέ στον κινηματογράφο (τρόπος του λέγειν-δυστυχώς).

Μεγάλο ατού του After the thin man η παρουσία του James Stewart στο ξεκίνημα της κινηματογραφικής του πορείας, να δίνει μια εξαιρετικά βαρυσήμαντη ερμηνεία, αν και σχετικά πρωτοεμφανιζόμενος, κάτι που δεν αποτελεί έκπληξη σήμερα, δεδομένης της αψεγάδιαστης καριέρας που κατέληξε να κάνει ο μεγάλος αυτός ηθοποιός.



Δεν θα αναφερθώ εκτενέστερα στη συγκεκριμένη ταινία, μιας και τα βασικά προτερήματα της σειράς τα ανέφερα ήδη στην πρώτη και ευτυχώς καλύπτουν ολόκληρη τη συλλογή του Thin Man, από την άλλη θα συνεχίσω να αναφέρομαι περιληπτικά στην κάθε ταινία ξεχωριστά, μέχρι να σε πείσω να της δώσεις μια ευκαιρία.Πίστεψέ με δεν θα το μετανιώσεις...

Thursday, December 04, 2008

The Great Gatsby (1949)

Από τις 4 συνολικά μεταφορές στην οθόνη του ηθογραφικού αριστουργήματος του F. Scott Fitzgerald, η πρώτη (1926) παραμένει μέχρι σήμερα ένα από τα πολλά χαμένα διαμάντια του κλασσικού κινηματογράφου (η φημολογούμενη μοναδική κόπια της βρίσκεται κάπου καλά κρυμμένη στη Ρωσσία), η τέταρτη (2000) "μίκρυνε" για χάρη της τηλεόρασης (δεν νομίζω να ασχοληθώ μαζί της στο blog), η τρίτη (1974) συνοδεύτηκε από φανταχτερά ονόματα πίσω από τις δημιουργικές θέσεις (μάλλον θα αναφερθώ εκτενέστερα σε επόμενη κριτική), και η δεύτερη -περί της οποίας ο λόγος- παραμένει μέχρι σήμερα, η πιο πιστή στο βιβλίο του Fitzgerald, και κατά τη γνώμη μου η πιο ελκυστική από τις 4 (ή καλύτερα 3).

Αν και ξεκινά εμφανώς φοβισμένα, με διαθέσεις που παραμένουν βιαστικά περιγραφικές του κλίματος που επικρατούσε στην Αμερική πριν και καθ' όλη τη διάρκεια της ποτοαπαγόρευσης, καταφέρνει να γίνει αντιδραστική, δίνοντας μια γεύση του τέλους πριν την απαρχή της διήγησης της αναδιοργανωμένης πλέον βασικής ιστορίας. Με διαδοχικές αναδρομές ξεδιπλώνει σταδιακά την πλοκή με ασήμαντες παρεκκλίσεις από το αυθεντικό κείμενο, και η σεναριακή υποστήριξη παρέχει το κατάλληλο δραματουργικό πλαίσιο, για την κινηματογραφική οπτικοποίηση.

Σε αντίστοιχο πλαίσιο, η δύναμη του βιβλίου στο ξαφνικό ξεσκέπασμα των πραγματικών σχέσεων των ηρώων λίγο πριν το τέλος, δίνει τη θέση της σε ένα άκρως ενδιαφέρον παιχνίδι από υπαινιγμούς και μισόλογα, που αφήνει το θεατή να σκέφτεται παράλληλα τα βαθύτερα (και σκοτεινότερα) σχέδια των πρωταγωνιστών. Βέβαια όταν λίγο μετά τα μισά της ταινίας το ενδιαφέρον αυτό εκλείψει, με την υποχρεωτική αποκάλυψη της αλήθειας, είναι πολύ εύκολο να οδηγηθεί κανείς με ασφάλεια στην τελική τροπή των πραγμάτων. Ίσως όμως επίτηδες, διευκολύνεται έτσι και η συναισθηματική κορύφωση της ταινίας.



Κρίμα που παραλήφθηκε ένα από τα πιο δυνατά συναισθηματικά κομμάτια του τέλους του βιβλίου, που έκλεινε και συμβολικά την υποβόσκουσα ματαιοδοξία στην ιστορία, αλλά δεδομένης της σύνθεσης και της οργάνωσης της ταινίας, μάλλον ήταν η καλύτερη (και η ασφαλέστερη επιλογή). Τουλάχιστον, αν και πιο ανάλαφρη, κατάφερε να είναι μια πολύ όμορφη απόδοση του βιβλίου, που δεν απογοητεύει στα κυριότερα σημεία της.

ΥΓ 1. Εξαιρετικά "βαθιά" και μυστηριώδης ερμηνεία του Alan Ladd στο ρόλο του Gatsby (τέτοιοι χαρακτήρες άλλωστε αποτέλεσαν σήμα κατατεθέν της καριέρας του Ladd), κι ακόμα πιο βαρυσήμαντη συναισθηματικά η προσέγγιση της Shelley Winters στο "δεύτερο ρόλο" της Myrtle Wilson.

ΥΓ 2. Ελπίζω κάποια στιγμή να "βρεθεί" και να κυκλοφορήσει αυτή η κόπια της ταινίας του 1926, μιας και στο καστ της συναντάμε τον πολυαγαπημένο μου William Powell. Προς το παρόν βάζω στη wishlist για τα Χριστούγεννα τη συλλογή με τους χαμένους θησαυρούς του κινηματογράφου, που περιλαμβάνει το διασωθέν τρέιλερ της ταινίας, που σύμφωνα με τις φήμες πρόκειται για σκέτο αριστούργημα.

Sunday, November 23, 2008

Key Largo (1948)

Στην 4η και τελευταία εμφάνιση του ζεύγους Bogart-Bacall στη μεγάλη οθόνη, συμβαίνει κάτι μαγικά αξιομνημόνευτο. Όλα τα στοιχεία που μέχρι τότε χαρακτήριζαν τις καριέρες των δυο ηθοποιών ξεχωριστά και μαζί, μοιάζουν να υποχωρούν και να αφήνουν για πρώτη φορά το χώρο στους δύο μεγάλους πρωταγωνιστές, να ενσαρκώσουν αυθεντικούς ρόλους που δεν μένουν στερεότυπα στη φιλμογραφία τους, και τους δίνουν την ευκαιρία να δημιουργήσουν μια φρέσκια μεταξύ τους σχέση.

Η κοινή τους πορεία στη ζωή, τους επιτρέπει να έχουν άμεση χημεία από το πρώτο πλάνο που εμφανίζονται μαζί, και αυτό λειτουργεί εξαιρετικά στο πλαίσιο των ρόλων τους σαν δύο άγνωστοι που ταιριάζουν τόσο, ώστε το διαφορετικό παρελθόν τους να φαντάζει παράλογο. Μαζί παραμένουν γαλήνια σαν τις δύο βασικές δυνάμεις εκτόνωσης και εξισορρόπησης των εντάσεων που υπάρχουν στην πλοκή, σε αντίθεση με τις προηγούμενες ταινίες τους, στις οποίες αποτέλεσαν τους βασικούς κορμούς δύναμης για την εξέλιξη της πλοκής. Η πραότητα και η ωριμότητα με την οποία προσεγγίζουν τους ρόλους αυτούς, γεμίζει με ευαισθησία το θεατή που αντιδρά περισσότερο συναισθηματικά ακόμα και στα πιο ήπια σεναριακά ξεσπάσματα.

Η υπόθεση από μόνη της δεν θα μπορούσε να το καταφέρει αυτό, μιας κι είναι εγκλωβισμένη χρονικά σε ένα παρελθόν που έχει περάσει για τα καλά, με μηνύματα εθνικής τόνωσης που συγκινούσαν μόνο στη μεταπολεμική Αμερική του '40 και '50. Παρ'όλα αυτά η θεατρική φύση του έργου σε συνδυασμό με το περιορισμένο σε στούντιο σκηνικό ενός ξενοδοχείου, μπορεί ακόμα και σήμερα να καθηλώσει την ψυχολογία του θεατή, και να τη δοκιμάσει με τη δεξιοτεχνικά στημένη σύγκρουση των προσώπων-συμβόλων. Σύγκρουση που ξεκινά να συσσωρεύει ένταση από το ξεκίνημα για να ξεσπάσει με καταστροφικές συνέπειες λίγο πριν το τέλος, και να κλείσει σε ένα δανεικό άλλα άκρως λυτρωτικό φινάλε με την ελπίδα ότι τα λάθη του παρελθόντος όχι απλώς δεν θα επαναληφθούν, αλλά θα αποτρέψουν κι άλλα παρόμοια. (Η ταινία είναι βασισμένη σε έργο του αναγνωρισμένου Maxwell Anderson, αλλά κατέληξε να ξεφύγει πολύ από την αυθεντική της δομή.Το τέλος της μάλιστα βασίστηκε στην πρόταση του Howard Hawks στον John Huston, να χρησιμοποιήσει το τελείωμα του βιβλίου "To have and have not", του Ernest Hemingway, το οποίο δεν είχε υλοποιήσει ο πρώτος στην κινηματογραφική μεταφορά που έκανε με τους ίδιους πρωταγωνιστές λίγα χρόνια νωρίτερα)



Η ταινία πλέον μπορεί να στέκεται περισσότερο κλασσική παρά διαχρονική, αλλά οι προσεγμένες ερμηνείες, το υποδειγματικά "σφιχτό" σενάριο, και το κινηματογραφικό ιστορικό ενδιαφέρον που σηκώνει, την κάνουν σίγουρα να αξίζει την προσοχή που απαιτεί. Οι 4 μόλις συνεργασίες των Bogart-Bacall στη μεγάλη οθόνη, μας δίνουν ένα παραπάνω λόγο να μας στενοχωρεί ο πρόωρος χαμός του πρώτου, αλλά συγχρόνως προσδίδει μια ξεχωριστά εθιστική αξία στις 4 ταινίες, που δεν χορταίνουμε να βλέπουμε (χρησιμοποιώ β' πληθυντικό γιατί ξέρω με σιγουριά ότι δεν είμαι μόνος σ' αυτό).

Saturday, November 22, 2008

The Thin Man (1934)

Η ταινία που ξεκίνησε σαν μια Β' διαλογής διασκευή του ομότιτλου αστυνομικού μυθιστορήματος του Dashiell Hammett, κατέληξε να αποτελέσει την αρχή μιας σειράς από 6 πετυχημένες ταινίες, την έμπνευση για το αντίστοιχο τηλεοπτικό σήριαλ, και την καθιέρωση του πιο εκκεντρικά διασκεδαστικού τρίο ντετέκτιβ που έχει περάσει από τη μεγάλη οθόνη. Ο λόγος για το ζεύγος Nick και Nora Charles και το φοβιτσιάρικο terrier τους, Asta! Συγχρόνως έχουμε να κάνουμε και μ' ένα από τα διασημότερα και πιο επιτυχημένα ταιριάσματα ηθοποιών στην κινηματογραφική ιστορία, αυτό του William Powell με την Myrna Loy.

Βέβαια πέραν της ιστορικής σημασίας, η ταινία παραμένει η καλύτερη πρόταση για μια βραδιά που αναζητάς μια ανάλαφρη feel-good ταινία, ασχέτως από τα κινηματογραφικά σου γούστα. Ο τρόπος που παρουσιάζεται το ζευγάρι, είναι απολαυστικός, και η χημεία των ηθοποιών στηρίζεται από ένα πολύ δυνατό σενάριο, που τους επιτρέπει να βομβαρδίζουν την οθόνη με λεκτική και σωματική κωμωδία. Η επιτυχημένη συνύπαρξή τους άλλωστε διατήρησε το ενδιαφέρον του κοινού ζωντανό ακόμα κι όταν οι ιστορίες άρχισαν να υποτροπιάζουν, αποδεικνύοντας ότι ο εθισμός στην κινηματογραφική τους συνύπαρξη θα μπορούσε να ικανοποιηθεί με απουσία πλοκής, και γραφική προβολή της εκκεντρικά διασκεδαστικής καθημερινότητάς τους. Αυτό φάνηκε πιο έντονα στην πορεία που ακολούθησαν οι χαρακτήρες στο αντίστοιχο σήριαλ μια δεκαετία μετά την τελευταία ταινία.

Για τους πιο απαιτητικούς θεατές βέβαια, υπάρχει πάντα και η αστυνομική διάθεση, που κρατά το ενδιαφέρον και δίνει την ευκαιρία στους ήρωες να ξεδιπλώσουν περαιτέρω τους χαρακτήρες τους, και να εντυπωσιάσουν επιπλέον με την ικανότητά τους να λύνουν αβίαστα τα οποιαδήποτε μυστήρια παρουσιάζονται. Με πάτημα άλλωστε στο καθαρά αστυνομικό χαρακτήρα του βιβλίου στο οποίο βασίζεται, αναπτύσσεται κι ένας πιο σκοτεινός θεματικός άξονας, που επιτρέπει σκηνοθετικές στιγμές αυθεντικού θρίλερ, και ένα ιδιοφυές δείπνο με χαρακτήρα whodunnit διερεύνησης, που κλείνει αριστουργηματικά τη θεότρελη αυτή περιπέτεια.



Ποτέ άλλοτε ένα τόσο τραβηγμένο κινηματογραφικά ζευγάρι δεν φάνηκε τόσο φυσιολογικά ευτυχισμένο, και ποτέ άλλοτε ένα αστυνομικό θρίλερ δεν ήταν τόσο διασκεδαστικό. Θα συνεχίσω μάλλον με κριτικές και της υπόλοιπης σειράς ταινιών του δαιμόνιου ζεύγους που καλύπτουν (ενδεχομένως) πιο εξειδικευμένα γούστα, αλλά αν μπορείς να ξεπεράσεις το έτος δημιουργίας της πρώτης αυτής ταινίας, δες την οπωσδήποτε κι αν το διασκεδάσεις όπως υπόσχομαι, πέρνα από τα σχόλια να ανοίξουμε φαν κλάμπ.

Friday, November 21, 2008

Burn after reading (2008)

Το Burn After Reading, είναι αναμφισβήτητα το μεγάλο alter ego του No Country for Old Men. Μπορώ άνετα να φανταστώ τους αδελφούς Coen στα διαλείμματα του εξαιρετικά ισορροπημένου σεναριακά No country.. να ξεσπούν την ανικανοποίητη τρέλα τους στο Burn. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι σαν alter ego το Burn είναι μια κακή ταινία. Απλώς ανήκει σε ένα τελείως διαφορετικό είδος.

Τα αδέλφια ξεκινούν από το τίποτα και δημιουργούν μια παρανοϊκή ιστορία που περνά ακαθόριστα από διαφορετικά είδη (screwball και μαύρες κωμωδίες μέχρι ταραντινικά ξεσπάσματα βίας) για να καταλήξει έξυπνα αυθεντική. Το μεγαλύτερο προσόν της βέβαια αποτελεί η άνεση με την οποία οι Coen έγραψαν τους ρόλους πάνω στους ηθοποιούς της επιλογής τους, έτσι ώστε να εκμεταλλευτούν καλύτερα τα ιδιόρρυθμα κωμικά στοιχεία των πρωταγωνιστών. Και το καστ από την πλευρά του μέσα από εξαιρετικά διασκεδαστικές ερμηνείες φαίνεται να το απολαμβάνει(προς γενικότερη ευχαρίστηση του κοινού). Με πιθανή εξαίρεση τον Brad Pitt, όχι ότι φταίει τόσο ο ρόλος, όσο ο ίδιος του ο εγκλωβισμός σ' αυτό το αφελές και ανάλαφρο παίξιμο του νεο-σπασίκλα.

Βέβαια τα αδέλφια δεν έκαναν ποτέ άσκοπο ή επίπεδο σινεμά, και μπορεί το Burn after reading να παρεξηγηθεί σαν μια απλοϊκή φάρσα, αλλά υποχθόνια οργανώνεται σαν μια καυστική κριτική, πάνω στις αστυνομικές ταινίες, που αντιπροσωπεύουν άλλωστε μια πραγματικότητα των κατασκοπικών εμμονών του ανθρώπου. Γύρω από αυτές περιστρέφονται και οι συνεκτικά έξυπνοι διάλογοι που δίνουν ένα καινούργιο νόημα στην ούτως ή άλλως διφορούμενη "Intelligence".



Μην περιμένεις να δεθείς με κάποιον από τους χαρακτήρες, άλλωστε ακόμα και οι πιο γραφικοί από αυτούς, παραμένουν κωμικά τραβηγμένοι. Επιπλέον, οι ρυθμοί της ταινίας είναι τόσο γρήγοροι, που σε παρασύρουν στο τέλος χωρίς να το καταλάβεις. Κι αυτό που μένει είναι ότι όσο εύκολα σε έκαναν οι Coen να ξεκολλήσεις από το Fargo με το No country for old men, το ίδιο εύκολα αλλά πολύ πιο διασκεδαστικά, θα σε κάνουν να ξεκολλήσεις από το Big Lebowski με το Burn after reading. Και φυσικά με δημιουργούς που καταφέρνουν να ξεπερνούν τον εαυτό τους, μόνα τα καλύτερα μπορείς να περιμένεις.

ΥΓ 1. Όλη μου η προσοχή στην Frances McDormand, που ξέρει να μεταμφιέζεται και να ερμηνεύει εξαιρετικά σε οποιοδήποτε πλαίσιο ρόλου.

ΥΓ 2. Ξαφνικά μ' αυτά και μ' αυτά το Safe Sex των Ρεππα-Παπαθανασίου φαντάζει πολύ μπροστά για την εποχή του...

Thursday, November 20, 2008

The unbearable lightness of being (1988)

Τον τελευταίο καιρό έχω πάρει με τη σειρά τις μεταφορές αγαπημένων μου βιβλίων στη μεγάλη οθόνη, αλλά η "Αβάσταχτη ελαφρότητα..." με έφερε ένα βήμα πιο κοντά στο να εγκαταλείψω τη συνήθεια αυτή. Η λίστα με τις αντιρρήσεις μου είναι μεγάλη, αλλά θα επικεντρωθώ εδώ στις σημαντικότερες (και εκνευριστικότερες).

Αναλογίζομαι πόσο δύσκολο είναι να βρεις έναν ηθοποιό που θα ταιριάξει με τον ήρωα που σχηματίζει το βιβλίο όσο το διαβάζεις, αλλά είναι τραγικό αν αφήσεις την εμφάνιση εκτός, να μην αναγνωρίζεις τον ήρωα αυτό όταν βλέπεις την ταινία. Έτσι λοιπόν ο Daniel Day Lewis και η Juliette Binoche, παρουσιάζουν καρικατούρες των αυθεντικών ρόλων τους, με τον Tomas να εγκλωβίζεται στον άκρατο σεξουαλισμό του και την Tereza να μένει μια απαράλλαχτη ξεμυαλισμένη παιδούλα από την αρχή μέχρι το τέλος, αντίστοιχα. Αυτό βέβαια σε εμποδίζει, είτε έχεις διαβάσει το βιβλίο είτε όχι, να κατανοήσεις τα βαθύτερους λόγους που αυτοί οι δύο άνθρωποι έμειναν μαζί, μιας και η οπτικοποίηση της σχέσης τους είναι, τουλάχιστον, ρηχή και η εξέλιξη της είναι τεντωμένη χρονικά στην αρχή, και εσπευσμένη στο τέλος όπου τα σημαντικότερα γεγονότα περιγράφονται μόλις σε 20 λεπτά (από τα 170 λεπτά συνολικής διάρκειας).

Αυτό βέβαια είναι και γενικότερο πρόβλημα της ταινίας, που αναλώνεται στο τράβηγμα των σκηνών με σεξουαλικό ενδιαφέρον, περιορίζοντας σημαντικά το χώρο για τα βαθύτερα κίνητρα και τους συναισθηματικούς δεσμούς, που κινούν τους ήρωες, και επιτρέπουν στην ιστορία να γεμίσει με φιλοσοφήματα κάθε είδους. Από το τράβηγμα αυτό δεν γλιτώνει ούτε και η ιστορία αυτή καθαυτή, μιας και αποχωρίζεται βασικούς θεματικούς άξονες και παραγκωνίζει πρόσωπα, για τις κινηματογραφικές ανάγκες εντυπωσιασμού.

Εξ' αιτίας αυτού, ακόμα και οι σκηνοθετικές παρεμβάσεις να τονίσουν κάποια ήδη συμβολικά περιστατικά και αντικείμενα του βιβλίου, καθώς και να μεταφέρουν αυτολεξεί μερικούς από τους πιο φιλοσοφημένους διαλόγους του Kundera, μοιάζουν ανεπαρκείς, ή στην καλύτερη περίπτωση, απομακρυσμένοι από τις συγγραφικές προθέσεις. Ως αποτέλεσμα, οι σκηνές της ιστορικής αφήγησης φαντάζουν άκαιρες, και οι μεταπτώσεις των ηρώων αδικαιολόγητες.



Θέλοντας απλώς να σεβαστώ τα διαφορετικά γούστα, θα αναφέρω ότι εξαίρεση στα παραπάνω αποτελεί ο ρόλος της Sabine, με την αιθέρια Lena Olin πίσω του να κλέβει την παράσταση, σε σημείο που μετά τα μεγάλα χρονικά κομμάτια εμφάνισής της, να ξεχνάς ότι δεν είναι η μόνη που εμπλέκεται στην υπόθεση. Αν και είναι η μόνη που διατηρεί σχεδόν ακέραιο τον χαρακτήρα της όπως περιγράφεται στο βιβλίο, και οι σκηνές της είναι οι πιο πιστά οπτικοποιημένες της ταινίας. Κρίμα όμως, που ένα από τα ομορφότερα κεφάλαια του βιβλίου με πρωταγωνίστρια την ίδια ("A Short Dictionary of Misunderstood Words"), μένει σκηνοθετικά "χαμένο στη μετάφραση."

Κρίμα που συνολικά η ταινία μου δίνει την αφορμή να χρησιμοποιήσω το παιχνίδισμα με τις λέξεις ότι εν τέλει επικεντρώνεται στην "αβάσταχτη ελαφρότητα" κι όχι στο "είναι"

Elegy (2008)

Η ταλαντούχα σκηνοθέτης Isabel Coixet, που μας χάρισε μεταξύ άλλων τα My Life Without Me και La vida secreta de las palabras, επιστρέφει με μια ταινία βασισμένη στο The Dying Animal του πολυδιασκευασμένου Philip Roth, και με ένα λαμπρό καστ στα χέρια της ξετυλίγει με το δικό της χαρακτηριστικό τρόπο μια καταδικασμένη ιστορία αγάπης και απομόνωσης.

Δυστυχώς δεν έχω διαβάσει το βιβλίο, αλλά η οπτική αφήγηση της Coixet, ξεδιπλώνεται αβίαστα σε μια σειρά από επίπεδα γεγονότα που καθηλώνουν κυρίως με το συναισθηματικό κόσμο που αφήνουν να τα συνοδεύσει. Παρόμοια, όλα τα τεχνικά στοιχεία της ταινίας, από τη σκηνοθεσία μέχρι τη μουσική επένδυση, λειτουργούν σιωπηλά στο παρασκήνιο, θέτοντας τη νοσταλγική ατμόσφαιρα του χρόνου που πέρασε για τα καλά, ανοίγοντας το χώρο στους πρωταγωνιστές, να σταθούν ρεαλιστικά απέναντί του έτοιμοι να κερδίσουν αλλά και να χάσουν τα πάντα.

Τις συνέπειες άλλωστε αυτής της διαδικασίας είναι που βλέπουμε, μιας κι ο ίδιος ο χρόνος με την αυστηρή έννοια, απουσιάζει, αναγκάζοντας τους ήρωες να εξελίσσονται ηθογραφικά πάνω σε ξεχωριστούς συναισθηματικούς άξονες, που καθορίζουν και τις εξελίξεις. Το ίδιο παρασκηνιακά αφήνεται και ο χώρος, με αποτέλεσμα η τελική αισθητική της ταινίας, να μοιάζει με οπτικοποιημένη φαντασίωση, που εξάπτει σωματικά και καθηλώνει πνευματικά το θεατή.

Στο πλαίσιο αυτό ο Kingsley ευνοείται με ένα ρόλο που του πάει γάντι,και εμπλουτίζοντας την ερμηνευτική του σοβαρότητα με τις διασκεδαστικά αναχρονιστικές νεανικές ανησυχίες του, δημιουργεί ένα τύπο διαχρονικού άνδρα με τον οποίο θα μπορούσε να ταυτιστεί ο καθένας. Στην ανάδειξη του βέβαια παίζουν καταλυτικό ρόλο οι "δεύτεροι" χαρακτήρες του Dennis Hopper και τις Patricia Clarkson, που στέκονται συμβολικά ως οι δύο αντίρροπες δυνάμεις που τον ισορροπούν και εν μέρει τον ταυτοποιούν.



Αντιθέτως η Penélope υπάρχει για να ταράζει τις ισορροπίες αυτές, παρασύροντας το γενεαλογικά οριοθετημένο τρίο, στην αναθεώρηση των σκέψεων μιας ολόκληρης ζωής, και στη συνειδητοποίηση ότι τα συναισθήματα δεν φθίνουν με το πέρασμα του χρόνου, παρά μόνο αν αντιμετωπίζουμε το θάνατο σαν καταδίκη. Γιατί εκεί την αποκλειστική θέση κατέχει ο φόβος. Αλλιώς ακόμα κι οι καταδικασμένοι έρωτες της ζωής μπορούν να ζήσουν αιώνια κλεισμένοι σε μια ατέλειωτη ελεγεία που αντί να προμηνύει το τέλος, το εμποδίζει.

ΥΓ 1. Είναι κοινώς τόπος πλέον πως ο φακός λατρεύει την Penélope. Εδώ ο ρόλος της είναι τέτοιος που τις επιτρέπει να μεταμορφώνεται συνέχεια, αλλά ακόμα κι όταν ξεγυμνώνεται (και κυριολεκτικά, αλλά κυρίως μεταφορικά) από τα φανταχτερά αλλά πάντα γήινα χαρακτηριστικά της ομορφιάς της, εξακολουθεί να καθηλώνει με την παρουσία της. Το παιχνίδισμα με το "La maja Vestida" του Goya, τα λέει όλα (θα καταλάβεις όταν το δεις).

ΥΓ 2. Δεν ξέρω τι κόλλημα έχει η Coixet με τη Debie Harry να τιμά με την βουβή παρουσία τις ταινίες της, αλλά μας αρέσει πολύ. Στην επόμενη βέβαια θα μας άρεσε να είχε και περισσότερες ατάκες. Λέμε τώρα...

Wednesday, November 19, 2008

Young People Fucking (2007)

i. Prelude
Με το After Sex να μένει ανάλαφρα στο γαργαλιστικό του τίτλο και να αφήνει μικρές δόσεις ικανοποίησης στις εκκεντρικές του λεπτομέρειες, ο φόβος μου για το ακόμα πιο πικάντικο άκουσμα του Young People Fucking, ήταν ότι κινδυνεύει να πέσει με την ίδια ευκολία στην παγίδα του ανούσια προκλητικού.

ii. Foreplay
Βέβαια το προσεγμένο τρέιλερ και το Hype που ξεκίνησε να συσσωρεύεται μετά την αναστάτωση του Toronto Film Festival, ανέβασε τις προσδοκίες για την ταινία που διεκδίκησε με τσαμπουκά τον τίτλο της πιο προσδοκώμενης ανεξάρτητης ταινίας της χρονιάς.

iii. Sex
Και η αναμονή άξιζε και με το παραπάνω. Από την πρώτη κιόλας εισαγωγική σκηνή μπαίνει δυναμικά στο θέμα που οργανώνεται σε θεματικές ενότητες, γνωστές εξ' αρχής, για να εντυπωσιάσει με τους γρήγορους ρυθμούς της, που αφήνουν την απόλαυση να ξεχυθεί στα περιστατικά, πριν προλάβεις καν να κουραστείς.

iv. Interlude
Ακόμα κι όμως όταν οι ρυθμοί πέσουν προς τη μέση, συμβαίνει μόνο για να σ' αφήσει να αναθεωρήσεις τα όρια των δικών σου ερωτικών ταμπού, ώστε να ανοίξεις το μυαλό σου στο συναισθηματικό υπόβαθρο της σωματικής επαφής που περνά μπροστά από τα μάτια σου στις διαφορετικές ιστορίες.

v. Orgasm
Πριν καν το καταλάβεις πάλι, βρίσκεσαι ενώπιον μιας σκηνοθετικά δεμένης και πολύπλευρα χιουμοριστικής ταινίας, που κλιμακώνει τις απολαυστικές ερμηνείες και τα διασκεδαστικά μπερδέματα, έχοντας ως πάτημα ένα εξαιρετικό (αν και λιτό) σενάριο, βοήθημα τις γήινες παρουσίες των πρωταγωνιστών, και μπόνους μια ιδανική κρεβατοκαμαρίστικη φωτογραφία.

vi. Afterglow
Στο τέλος θα σ' αφήσει με ένα χαμόγελο, λίγους προβληματισμούς για τη δική σου ερωτική ζωή (αγγίζει τόσα θέματα που όλο και κάπου θα βρεις να πιαστείς), και μπόλικη διάθεση για περαιτέρω "περιπέτειες". Have fun...

Tuesday, November 18, 2008

Phaedra (1962)

Αναλογίσου πόσο δύσκολη έχει αποδειχθεί η ουσιαστική μεταφορά ενός βιβλίου στη μεγάλη οθόνη. Βάλε στη θέση του βιβλίου το έργο του "Ιππόλυτου" του Ευριπίδη κι αμέσως διαφαίνεται το ρίσκο που πήρε ο Jules Dassin μετά την παγκόσμια επιτυχία του "Ποτέ την Κυριακή", να γυρίσει τη "Φαίδρα". Βέβαια έχοντας ήδη αρκετή καταξίωση από τα καλλιτεχνικά κυκλώματα και στη διάθεση του την Μελίνα Μερκούρη και τον ήδη απογειωμένο με το Ψυχώ,περιζήτητο Anthony Perkins, μπορώ να φανταστώ πόσο ελκυστικό θα ήταν το ρίσκο αυτό.

Πατώντας στη συγκλονιστική διασκευή της Μαργαρίτας Λυμπεράκη εμπλουτίζει με τραγικότητα μια διαχρονικά επίκαιρη ιστορία, που μοιάζει να ξεδιπλώνεται μοιραία με σεβασμό σε κάθε θεϊκά καταραμένο αρχαιοελληνικό δράμα. Οι βασικοί χαρακτήρες του Ευριπίδη είναι όλοι παρόντες είτε ως πρόσωπα, είτε ως συμβολικά γεγονότα, την ίδια στιγμή που μια ομάδα μαυροφορεμένων γυναικών, διεκδικεί παρασκηνιακά το θρηνητικό ρόλο του χορού.

Οι σκηνές ξεδιπλώνονται σχηματίζοντας μια κλιμακούμενη κορύφωση, που ξεσπά σαν ύβρις απέναντι σε καθετί ορθό, με τις αντίρροπες τραγικές μορφές του ερωτικού πρωταγωνιστικού τριγώνου, να οδηγούνται ολοένα και πιο επικίνδυνα στην καταστροφική σύγκρουση. Το πάθος στις ερμηνείες της τριάδας είναι απαράμιλλο, με τη Μελίνα στο επίκεντρο για άλλη μια φορά συγκλονιστική, να καταφέρνει να ποτίζει κάθε σκηνή -ακόμα κι αυτές από τις οποίες απουσιάζει- με την παρουσία της. Κάτι ιδιαίτερα δύσκολο, μιας και δραματουργικά η ταινία στερείτε κάθε σφάλματος.



Το στήσιμο των πλάνων είναι εξαιρετικό, κάθε κίνηση είναι δραματικά χορογραφημένη, οι δεύτεροι ρόλοι στέκονται ηθογραφικά σαν καθρέπτης απέναντι στα βασικά πρόσωπα, πότε απορροφώντας και πότε ξεσκεπάζοντας κατάλληλα τις βαθύτερες αδυναμίες τους, κι ο Dassin κλέβει αριστοτεχνικά στοιχεία από τα είδη των ταινιών που τον καταξίωσαν, για να δημιουργήσει ένα υβριδικό κινηματογράφο τόσο τεράστιο ώστε να χωρέσει το μεγαλείο μια τέτοιας τραγωδίας.

Με το τέλος της ταινίας μόνο μπορείς να συλλάβεις το "βάρος" του πνευματικού ταξιδιού στο οποίο σε παρέσυρε, μαζί με την αποδοχή ότι κάποια πλάνα ήταν τόσο στοιχειωτικά, που θα τα κουβαλάς μαζί σου για πάντα.

ΥΓ 1. Κάνε τον κόσμο άνω κάτω να τη βρεις.Κανένας Έλληνας δεν πρέπει να στερηθεί τέτοιο αριστούργημα (το γράφω "αριστούργημα" κι η ίδια η λέξη εξακολουθεί να ακούγεται ανεπαρκώς "μικρή"). αν απογοητευτείς στην αναζήτηση και δεν σε χαλάει ένα φτηνό tv-rip ζήτα μου να σου δανείσω το dvd.

ΥΓ 2. ΣΥΝΕΧΊΖΩ ΝΑ ΕΚΛΙΠΑΡΏ........ελευθερώστε τη Μελίνα από τη σκόνη του χρόνου!

ΥΓ 3. Η μουσική επένδυση του Μίκη Θεοδωράκη στη Φαίδρα είναι σπαρακτική. Αναμφισβήτητα η αγαπημένη μου δουλειά του μεγάλου Έλληνα συνθέτη


Monday, November 17, 2008

Pickup on South Street (1953)

Άλλη μια Κυριακή βράδυ κι η ΕΤ-1 μας κράτησε εξαίσια παρέα. Με την επιλογή του Samuel Fuller στο αφιέρωμα σε σημαντικούς δημιουργούς, και τον πολυαγαπημένο μου Richard Widmark στον πρωταγωνιστικό ρόλο, το κανάλι τράβηξε την προσοχή μου από τους τίτλους έναρξης.

Η ταινία παίζει με την ιδέα του φιλμ νουάρ, αλλά ξεφεύγει από το είδος κυρίως λόγω της κατάληξης της πλοκής, αλλά διατηρεί τα βασικά στοιχεία, που την ανάγουν σε ένα πολύ καλό αστυνομικό θρίλερ. Η μεγαλύτερη ιδιαιτερότητα της, έχει να κάνει με το ανάλαφρο στήσιμο της υπόθεσης, που επικεντρώνεται σε ένα πορτοφολά -σε αντίθεση με τις πιο βαρύγδουπες κομπίνες άλλων αντίστοιχων φιλμ της εποχής- αλλά δεν φοβάται να την εμπλουτίσει με πατριωτικά υπονοούμενα, και μια -κλασσικά- ερωτική ιστορία που κρύβει πολύ περισσότερο πάθος από τα συνηθισμένα.

Αυτό που την κάνει πραγματικά να ξεχωρίζει όμως είναι η προσοχή στη λεπτομέρεια σε κάθε φάση της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Το κάστινγκ είναι ιδανικό, με τον Widmark να έχει αναδειχθεί και καθιερωθεί μέσα από τέτοιους ρόλους, να δίνει ρέστα αφήνοντας την αίσθηση του μοναδικού μικροαπατεώνα που αξίζει να μνημονεύουμε, και τις γυναικείες τραγικές φιγούρες των Jean Peters και Thelma Ritter να στέκονται πολύ υψηλότερα από απλές δευτεραγωνίστριες. Για τη Ritter μάλιστα γίνεται εύκολα λόγος για τη σημαντικότερη ερμηνεία της καριέρας της. Το σενάριο άλλωστε αν και μένει εγκλωβισμένο χρονικά, καταφέρνει να ξεδιπλώσει άψογα το χαρακτήρα της πάνω απ' όλους, και την τοποθετεί εύκολα στο επίκεντρο της συναισθηματικής προσοχής.

Σε αντίστοιχες αριστουργηματικές γραμμές κινείται κι η σκηνοθεσία που αποδεικνύεται τόσο πυκνή σε συντονισμένα νοήματα, που χρειάζεται περισσότερες από μία προβολές για να αποκαλυφθεί στο μεγαλείο της.



Εν ολίγοις, σπάνια όλα τα κομμάτια ενός κινηματογραφικού παζλ καταλήγουν στη θέση που τους αναλογεί, ώστε να δημιουργηθεί κάτι τόσο απλά αριστουργηματικό.

ΥΓ. Την είχα πολύ καιρό στην αναμονή, οπότε χαίρομαι που η προβολή της στην τηλεόραση με ανάγκασε επιτέλους να κάτσω και να την ευχαριστηθώ.Ομολογώ βέβαια ότι μια ξεχωριστή ηδονή συνοδεύει ταινίες του κλασσικού κινηματογράφου όταν τις πετυχαίνω στην τηλεόραση κι όχι σε κάτι ξεχασμένες γωνιές του διαδικτύου.

Sunday, November 16, 2008

Promise at dawn (1970)

Μετά τις εξαιρετικές επανεκδόσεις τις Seven τριών αριστουργημάτων του Jules Dassin νωρίτερα τη φετινή χρονιά, τις τελευταίες μέρες απολαύσαμε μια νέα σειρά επανεκδόσεων στο μουσείο Μπενάκη σε συνεργασία με το ίδρυμα Μελίνα Μερκούρη. Το σημαντικότερο για μένα ήταν η ευκαιρία να δω την αγαπημένη μου Μελίνα σε μερικές από τις πιο σπάνιες (παραδόξως για τις μέρες μας) ερμηνείες της.

Βασισμένο στο ομότιτλο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Gary Romain, το Promise at dawn διηγείται την ιστορία ζωής, μιας μητέρας και του γιου της που διασχίζουν την Ευρώπη στη πιο ταραγμένη πολεμική της περίοδο (Β' παγκόσμιος), βρίσκοντας το δικό τους καταφύγιο στη λατρευτική και θυσιαστική μεταξύ τους σχέση. Όσο βέβαια κι αν η ταινία οργανώνεται γύρω από τη διήγηση του γιου, η Μελίνα με την ισοπεδωτική της ερμηνεία σ' αναγκάζει να ακολουθήσεις την ιστορία μέσω της μητρικής ματιάς.

Καλύπτοντας όλη τη γκάμα των συναισθημάτων, καταφέρνει και περνά με άνεση από κωμική, σε συγκινητική, σε συγκλονιστική... Με βάση της τον ύψιστο ρόλο μιας γυναίκας, να είναι μητέρα, και εξερευνώντας μητρικά στερεότυπα αντίστοιχα της Martha Hanson του I remember Mama μέχρι της Joan Crawford του Mommie dearest, τα καταρρίπτει παραμένοντας αυθεντική, δημιουργώντας το δικό της απόλυτο πρότυπο που εμπεριέχει τα πάντα. Μαζί της σε κάθε ρόλο κουβαλά κι ένα ατόφιο ελληνικό στοιχείο, που το προσαρμόζει ανάλογα, στην κάθε διαφορετική ενσάρκωση, και μία περηφάνια που εκφράζεται στο πάθος και στον δυναμισμό που ξεχειλίζει από όλη της τη σωματική και πνευματική ερμηνεία.



Αυτά τα στοιχεία από μόνα τους αρκούν για να κάνουν οποιαδήποτε ταινία της Μελίνας, ικανή να σε σκλαβώσει σαν θεατή και να σ' αφήσει με έναν ακόρεστο ενθουσιασμό. Είναι βέβαια και η καλλιτεχνική ιδιοφυΐα του Jules Dassin, που κάνει τόσο ξεχωριστές τις μεταξύ τους συνεργασίες. Έτσι κι εδώ αφήνει τη μούσα του να κινηθεί ελεύθερα, στις εναλλαγές των ονειρικών διαλειμμάτων με τη μελαγχολική πραγματικότητα, χαρίζοντας της την καλύτερη σεναριακή υποστήριξη για να αντέξει το "βάρος" της παρουσίας της. Επιπλέον δεδομένης της περιόδου που γυρίστηκε, περνά άψογα πολιτικά μηνύματα στο παρασκήνιο, χωρίς να τα υποτιμήσει, αλλά αντιθέτως τα ενισχύει, ντύνοντάς τα με το σπαρακτικό νόημα της "υπόσχεσης" που πρέπει πάσα θυσία να τηρηθεί.

ΥΓ 1. Σε επίπεδο ταινίας, δεν μπορώ παρά να αναφέρω την εξαιρετική συμβολή της Δέσπως Διαμαντίδου στο δέσιμο των χαρακτήρων και στο ξεδίπλωμα μιας διασκεδαστικής υπο-ιστορίας, που καταφέρνει πάραυτα να ξεχωρίσει σε ένα θλιβερό -κατά τα άλλα- σκηνικό. Οι συνυπάρξεις τις με τη Μελίνα στη μεγάλη οθόνη είναι από τις πιο αγαπημένες μου.

ΥΓ 2. ΕΚΛΙΠΑΡΩ ΤΟΥΣ ΥΠΕΥΘΥΝΟΥΣ ΝΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΟΥΝ ΤΑ DVD ΜΕ ΤΗ ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΜΕΛΙΝΑΣ!!! Δεν με ενδιαφέρει η αποκατάσταση, ούτε η ποιότητα ήχου και εικόνας, δεν νοείται όμως μία από τις σημαντικότερες καλλιτεχνικές -κι όχι μόνο- προσωπικότητες της Ελλάδας, να χάνεται στα σκονισμένα ράφια ιδιωτικών συλλογών, τη στιγμή που στο εξωτερικό υπάρχουν συνεχώς προβολές και μελέτες πάνω στους βαρυσήμαντους ρόλους που ενσάρκωσε η Μελίνα.