Saturday, June 28, 2008

Kung Fu Panda (2008)

Ο Ρατατούης πέρισυ κατάφερε εξ'αρχής να δημιουργήσει τρελό σούσουρο, να σαρώσει στα ταμεία και να φτάσει επιτυχημένος μέχρι τα όσκαρ. Κι αν ένας ποντικός κατάφερε να μας κάνει να τον αγαπήσουμε τόσο, φανταστείτε που θα φτάσει η τρέλα με το αξιαγάπητο πάντα που έρχεται να "τα σπάσει" με τις αδέξιες καρατέκες του στις αίθουσες, μέχρι την αποδοχή του για το απόλυτο animated feature της φετινής χρονιάς.

Με την ιστορία να εμπνέεται από ήρωες που καταλαβαίνουν την αξία και το νόημα της ύπαρξής τους την κατάλληλη στιγμή, και προτροπή να φανερώσουμε όλοι μας τον ήρωα που κρύβεται μέσα μας. Το ζωικό βασίλειο λειτουργεί πολύ καλύτερα με τα απαράμιλλης ομορφιάς ,πλέον, 3D γραφικά, και οι φωνές (Black, Hoffman, Jolie, Chan, Cross) προσδίδουν στους χαρακτήρες μια αίγλη διασιμότητας που περνάει και στην ίδια την πλοκή. Οι νέες τεχνολογίες και ο χώρος της δημιουργίας τέτοιων εικόνων με τρισδιάστατες κινηματικές τέχνικες, επιτρέπει εντυπωσιακή κίνηση και ρυθμό κάμερας, που δύσκολα θα συναντούσαμε σε συμβατική ταινία, και εναλλαγές αργού-γρήγορου, που κάνει το kung fu να μοιάζει η πιο εθιστικά χορευτική πολεμική τέχνη.

Η πλοκή εύκολα διασκεδάζει μικρούς και μεγάλους συγχρόνως, με φιλοσοφήματα-σφήνες να μοιράζονται απλόχερα με τον πιο απλό τρόπο, ώστε να γίνονται κατανοητά από τα παιδικά μυαλά, και τα μεγαλύτερα μιας και οι ενήλικες φαίνεται να έχουμε χειρότερο πρόβλημα με τις σύνθετες ιδέες. Η διάρκεια της άλλωστε είναι τέτοια (90 λεπτά) που δεν επιτρέπει σε κανέναν να την βαρεθεί. Μόνο και μόνο το πλήθος των χαρακτήρων, οι μαυρισμένες αλλά ευρηματικές συγχρόνως χιουμοριστικές ατάκες, τα χρώματα, και η πάντα ενδιαφέρουσα μεταμόρφωση της κατηγορίας "από ασχημόπαπο σε κύκνος - από φαινομενικά καθυστερημένο σε ουσιαστική ιδιοφυία - κλπ", είναι στοιχεία που από μόνα τους σε φτάνουν να αναζητάς "κι άλλο", όταν πριν το καταλάβεις πέφτουν οι τίτλοι τέλους κι εσύ έχεις μείνει με ένα χαμόγελο στο στόμα.

Δεν χρειάζεται να πω τίποτα άλλο, άλλωστε τέτοιες ταινίες δεν χρειάζονται μεγάλες αναλύσεις. Καλή σας διασκέδαση.



Sunday, June 22, 2008

In Bruges (2008)

Τον τελευταίο χρόνο ο κινηματογράφος αποτελεί καθημερινή συνήθειά μου. Παρ' όλα αυτά, υπήρξαν κάποιες περίοδοι που λόγω χρόνου, κυρίως, έχασα κάποιες απο τις φετινές επιτυχημένες ταινίες. Τώρα πλέον που η εξεταστική με εγκλωβίζει σπίτι, έχω την όρεξη, τελείως ανεπηρέαστος, με τις κριτικές των άλλων να έχουν ξεχαστεί μέσα μου, να δω ό,τι έχασα. Το καλό είναι ότι αν και στενοχωριέμαι που δεν τις είδα στη μεγάλη οθόνη, η ουσία παραμένει ότι μιλάμε για ταινίες που αξίζουν.

Και σ' αυτή την κατηγορία ανήκει και η "In Bruges", η οποία από το πρώτο πλάνο με εγκλώβισε στον ρυθμό και την ατμόσφαιρά της. Μου πέταξε ωμά τα στοιχεία της που θα συνόδευαν την πλοκή και με άφησε να εθιστώ σ' αυτά χωρίς περιθώρια επιλογής.

Το είδος της αποτελεί μια αναζήτηση από μόνο του, με έντονα στοιχεία μαύρης κωμωδίας, εμπλουτισμένης με το καθολικό "αγγλικό χιούμορ" και τις "μεγαλοβρετανικές" διαφοροποιήσεις του, μετριασμένες δόσεις από βίαια ξεσπάσματα, παρασκηνιακές δραματικότητες, και ονειρικές αλληλουχίες που ανάγουν την Bruges στο ιδανικά ακατάλληλο σκηνικό της αιματηρής πλοκής. Εκεί άλλωστε βασίζεται και η ειρωνεία της μαύρης κωμωδίας, που δεν σταματά σε καταστάσεις, ανθρώπους και εθνικότητες, αλλά αντιθέτως καταντά απενεχοποιημένα καυστική και ρατσιστική, σε σημείο που οι διακρίσεις της σάρκας, κι ο ίδιος ο θάνατος, είναι αντικείμενα περίγελου. Το παιχνίδι με την έννοια του ονείρου άλλωστε καταντά να σκεπάζει τα γεγονότα με ένα παραμυθένιο πέπλο, που μοιάζουν αποκυήματα της φαντασίας ενός συγγραφέα, ή αποτύπωση της αποτρόπαια διαπεραστικής δημιουργικότητας ενός μεσαιωνικού ζωγράφου.



Οι αντιθέσεις συνεχίζονται και στο καστ, με το δίδυμο Gleeson-Farrell να αποδίδει εξαιρετικά σε κάθε δευτερόλεπτο της κοινής (ή όχι) εμφάνισης του, (ενδεχομένως οι ερμηνείες να αποτελούν και την μεγαλύτερη επιτυχία της ταινίας με τον Farrell πρώτη φορά σε έναν τόσο σκοτεινά κωμικό ρόλο που για μένα, αποτελεί αναμφισβήτητα τον καλύτερο ρόλο της καριέρας του-δεν χορταίνουμε, θέλουμε κι άλλο). Το απολαυστικό της υπόθεσης όμως είναι ότι οι περσόνες τους μοιάζουν αντιδιαμετρικά αντίθετες. αυτό γεμίζει ευχάριστα τους αργούς (άλλα άκρως ταιριαστούς) ρυθμούς της ταινίας, και προωθεί ακόμα περισσότερο την ιδέα ότι η κόλαση κι ο παράδεισος ενώνονται σε ένα ενδιάμεσο μέρος, κι είναι στο χέρι του καθενός μας να αποφασίσουμε ποιά πλευρά μας ταιριάζει.

Ο σκηνοθέτης της Martin McDonagh, παίζει ριψοκίνδυνα με τις παύσεις των θεματικών μοτίβων και της περιστατικής κωμωδίας που καλύπτει την πραγματική πλοκή, αλλά είναι τόσο αντιδραστικά πρωτότυπος, που την μοναδική στιγμή που φαίνεται ότι πάει να εξαντληθεί, παρουσιάζει από το πουθενά τον Ralph Fiennes, και δίνει έναν ολοκαίνουργιο αέρα στην ταινία. Το αυστηρά καλό και το αυστηρά κακό, μπερδεύονται ακόμα περισσότερο, και οι όψεις των ιδεών ξεφεύγουν από τα αιώνια ζεύγη του θετικού και του αρνητικού. Ο Fiennes έρχεται να αναιρέσει και να μετατρέψει σε τρίγωνο κάθε ισορροπημένη τραμπάλα-ανάμεσα-σε-δύο που είχε παρουσιαστεί. Τα ενδιάμεσα στοιχεία γίνονται κυρίαρχα, οι καλές πράξεις βρίσκουν την ανταμοιβή τους και οι κακές την τιμωρία τους, μέχρι της σύστασης μιας ιερής τριάδας, που όσο διαφορετική κι αν μοιάζει, καταλήγει να αποτελεί τις τρεις διαφορετικές όψεις (ή χρονικές συνέχειες) του ίδιου ανθρώπου.

Το ίδιο ισοπεδωτικά όμως ερχόμαστε σαν θεατές να εξισώσουμε κάθε πρόσωπο που παρουσιάζεται, σε ένα καθολικό και αδιάσπαστο σκοπό. Ενδεχομένως αυτός να είναι κι ο λόγος που μας παρουσιάζονται όλοι τόσο βολικά αντίθετοι μεταξύ τους, ώστε στο τέλος οι ομοιότητες που έμοιαζαν ειρωνικές μέσα από όλα τα ρατσιστικά σχόλια, να καταντούν εξόφθαλμες. Μέσα από αυτήν της εξίσωση το κακό κάρμα ανακυκλώνεται και η τιμωρία καταντά λυτρωτική για όλους, ανεξαιρέτως(Ή μήπως όχι;).

Κόλαση και Παράδεισος, παραμύθια και πραγματικότητα, αθωότητα και βία, ελπίδα και καταδίκη, όλα ίδια κι όλα διαφορετικά, κομμάτια του ίδιου κομματιού, περιμένουν εσένα να τους δώσεις το νοημά σου. Οι αναγωστικές γραμμές της ταινίας πάντως παραμένουν ευκολές, πλούσιες και διασκεδαστικές, αλλά τα συμπεράσματα προσφέρονται με πληθώρα διαφορετικών εκδοχών. Δες την και μου λες.

ΥΓ 1. Μήπως να ετοιμάζουμε βαλίτσες για Βέλγιο; Μετά από τέτοια μαγευτική φωτογραφία, η ατμόσφαιρα της Bruges γίνεται εγκλωβιστική, μα τόσο ελκυστική.

ΥΓ 2. Με την πρώτη του μικρού μήκους ταινία (Six Shooter) ο Martin McDonagh, κέρδισε το πρώτο του όσκαρ. Με την In Bruges να αποτελεί την πρώτη του μεγάλου μήκους, αναβίωσε το νέο κύμα του βρετανικού κινηματογράφου, και παρόλο που ακροβατεί στις γραμμές των μαύρων κωμωδιών του Guy Richie, δεν γίνεται παρά να αναγνωρίσουμε ότι τον ξεπερνά τόσο δεξιοτεχνικά, δημιουργώντας το δικό του προσωπικό είδος. Περιμένω με εξαιρετική αγωνία και ανυπομονησία την συνέχεια.

Wednesday, June 18, 2008

Viva Pedro Special - Μέρος 1ο: Η Αρχή

Την δεκαετία του '50, στην χώρα που ανέδειξε ζωγράφους, ποιητές και λογοτέχνες, που ταξίδεψε την ύπαρξη της σ'όλο τον κόσμο και μοίρασε τα κομμάτια της στις 4 γωνιές της γης, στον τόπο που συναντιουνται όλοι οι άνεμοι, κι οι ευγενείς παλεύουν την ζωή τους στους ανεμόμυλους, γεννήθηκε o Pedro Almodóvar Caballero , και μαζί του ξεκίνησε η νέα χρυσή εποχή του ισπανικού κινηματογράφου.

-----------------
Οι γονείς του Pedro (Antonio almodόvar και Francisca Caballero) ήταν αγρότες και ασχολούνταν με την καλλιέργεια αμπελιών. Η μητέρα του μάλιστα όταν ο ίδιος ήταν νέος απέκτησε τον δικό της αμπελώνα και ασχολήθηκε με την παραγωγή του δικού της κρασιού. Η οικονομική τους κατάσταση βέβαια δεν επέτρεπε στον Pedro και τα 3 αδέλφια του, μεγάλες ανέσεις.

Με πρωτοβουλία της μητέρας του, ο Pedro γυρνούσε τις γειτονίες και βοηθούσε τους ηλικιωμένους να διαβάζουν και να συντάσσουν τα γράμματά τους, την ίδια στιγμή που αποτέλεσε μερικώς δάσκαλος σε παιδιά μικρότερης ηλικίας. Περνούσε πολλές ώρες περιτριγυρισμένος από γυναίκες εντός και εκτός της οικογένειας του, κάτι που υπήρξε η μεγαλύτερη επιρροή του στην καλλιτεχνική του εξέλιξη. Όταν συμπλήρωσε τα 8 του χρόνια, τον έστειλαν σε θεολογικό κολέγιο, με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα γινόταν ιερέας. Οι Σαλεσιανοί και Φρανγκισκανοί Πατέρες στο κολέγιο ήταν αρκετά αυστηροί και η εκπαίδευση που του παρείχαν ήταν αμισβητίσιμη και τον οδήγησε να χάσει την πίστη του στο Θεο, ενώ έπιασε τον εαυτό του να γοητεύεται περισσότερο από το θέατρο και τον σχεδόν ανύπαρκτο τότε, κινηματογράφο, παρά από το σχολείο.


Στην ηλικία των 16 χρόνων αποφάσισε να μετακομίσει στην Μαδρίτη και να κάνει το όνειρο του να σπουδάσει κινηματογράφο, πραγματικότητα. Η κακή του οικονομική κατάσταση όμως τον ανάγκασε να κάνει διάφορες δουλειές προτού μαζέψει τα απαραίτητα χρήματα, ανάμεσα στις οποίες η εργασία του για την εθνική εταιρία τηλεφωνίας της ισπανίας (la Telefónica), όπου έμεινε για 12 χρόνια. Την περίοδο αυτή όμως η δικτατορία του Franco έκλεινε κάθε καλλιτεχνική σχολή, μαζί και την Εθνική Σχολή Κινηματογράφου. Ο Pedro τότε ενεπλάκει σε διάφορα κινήματα, όπως το κοινωνικό κίνημα της εποχής "la Movida", καθώς και σε θεατρικές ομάδες με σημαντικότερη την "Los Goliardos", όπου γνωρίστηλκε με την -αργότερα μούσα του- Carmen Maura, τον Félix Rotaeta με τον οποίο θα συνεργαζόταν στις ταινίες του και τον Fabio McNamara με τον οποίο δημιούργησαν ένα πανκ ντουέτο και τραγουδούσαν σε νυκτερινά κέντρα.

Εν τω μεταξύ η ανέλιξη του στην εταιρεία τόν έφτασε μέχρι την διοιητική ομάδα, και η οικονομική του κατάσταση του επέτρεψε να αγοράσει την πρώτη του Super-8 κάμερα και να αρχίσει να κινηματογραφεί την καθημερινότητά του, διδάσκοντας στον εαυτό του την σκηνοθεσία που πήγαζε από την δημιουργικότητα και την φαντασία του. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή ήταν και η περίοδος των μεγαλύτερων αντιθέσεων και σεξουαλικών αναζητήσεων, με την καθημερινότητά του να μπερδεύεται από την μια, στις σχέσεις του με την υψηλή κοινωνία, λόγω δουλειάς, και από την άλλη με τα αντιδαρστικά και παρακμιακά νεαρά κινήματα που μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον του, κάτι που θα επηρέαζε εμφανώς τις πρώτες, κι όχι μόνο, ταινίες του.


Από το 1972 ξεκινά η πρώτη σημαντική δημιουργική περίοδος της καριέρας του. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας ολοκληρώνει πάνω από δέκα ταινίες μικρού μήκους, που είτε εστιάζουν σε πρόσωπα και τις ερωτικές τους σχέσεις, είτε περνούν καθαρά κοινωνικοπολιτικά μηνύματα. Οι ταινίες αυτές δεν είχαν ήχο, κι ο ίδιος προσέθετε εκ των υστέρων μουσική και πολλές φορές τις φωνές στους βασικούς χαρακτήρες, ενώ τις προωθούσε σε διάφορα νυχτερινά κλάμπ, όπου και προβάλονταν.


Παράλληλα με το κινηματογραφικό του έργο, ασχολήθηκε και με το γράψιμο σεναρίων και όχι μόνο. Η λίστα περιλαμβάνει συνεργασίες με underground περιοδικά (Star, Vibora-viper-οχιά, Vibraciones-δονήσεις), μία μικρή νουβέλα (Fuego en las entrañas-φωτιά στα ενδότερα), φωτονουβέλες πορνό (Toda tuya- Όλη δική σου), και άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά εθνικής κυκλοφορίας (El Pais, Diario 16, La Luna).

Στο επόμενο: Viva Pedro Special - Μέρος 2ο από τα underground club στον Punk κινηματογράφο

Friday, June 13, 2008

Major Updates

Το καλοκαίρι έχει μπει για τα καλά, άσχετα αν μερικοί από εμάς έχουν τόσο τρέξιμο που δεν έχουν προλάβει να κάνουν ένα μπάνιο ή να νοιώσουν το κλίμα των χαλαρωτικών διακοπών. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουμε ανάγκη από την απαραίτητη ανανέωση, γι' αυτό και το silent vespers δεν θα μείνει πίσω.

Σε πρώτη φάση ολοκλήρωσα το αφιέρωμα στους αδελφούς marx αν και λίγο πιεσμένα, κι αναγκάστηκα να γράψω λιγότερα από αυτά που είχα αρχικά στο μυαλό μου, ας όψεται ο περιορισμένος χρόνος. Κι ενώ ετοιμάζομαι σιγά σιγά να αποχωριστώ το αγαπημένο μου αυτό template και να το αντικαταστήσω με το επόμενο, αποφάσισα να διατηρήσω το αφιέρωμα σε ένα ξεχωριστό χώρο. Από σήμερα λοιπόν όποιος θέλει μπορεί να μπει στην διεύθυνση silentvespers-marx.blogspot.com και να απολαύσει ολόκληρο το αφιέρωμα με την σειρά σε ένα ενιαίο ποστ, στο αυθεντικό του φόντο. Στην δική μου την καρδιά θα υπάρχει, γιατί να μην υπάρχει κάπου και στον ιστοχώρο; Στο μενού αριστερά έχω προσθέσει ένα νέο section με τα αφιερώματα, όπου υπάρχει το σχετικό banner, και ευελπιστώ σιγά σιγά να το γεμίσω με μερικά ακόμα ενδιαφέροντα.

Κι αυτό με φέρνει στο επόμενο θέμα μου. Το είχα αναφέρει ξανά, αλλά επιτέλους έχω οργανωμένο το επόμενο αφιέρωμά μου σε έναν από τους σημαντικότερους δημιουργούς του σύγχρονου κινηματογράφου (και προσωπικό μου αγαπημένο), του οποίου το όνομα θα μάθετε τις προσεχείς ημέρες, μαζί με την αποκάλυψη του αντίστοιχου template που θα φέρει το καλοκαίρι στο blog μου.

Αυτά προς το παρόν!


Εσείς μαντεύετε ποιός είναι; Δεν μαρτυράω γιατί η εικόνα από μόνη της είναι αρκετά απειλητική.

Marx Bros Special - Μέρος 6ο: Σόλο Καριέρες

Ο Chico, ο μεγαλύτερος από τα 5 αδέρφια, ήταν αυτός που ανέλαβε τον ρόλο του μάνατζερ της 5άδας, θέση που είχε αρχικά η μητέρα τους, όταν εμφανίζονταν ακόμη στο θέατρο. Χάρη στη διορατικότητα και τα φιλόδοξα σχέδιά του έκαναν το μεγάλο πέρασμα στην ασημένια οθόνη, κι ακόμα κι όταν έπεφτε η δημοτικότητά τους, ο Chico ήταν αυτός που με τις γνωριμίες του, έκλεισε νέα συμβόλαια, και χάρισε μια δεύτερη ευκαιρία στην κωμική 3άδα (τότε). Μάλιστα ήταν ο πρώτος που έκλεισε στους Marx ποσοστό από τα κέρδη των ταινιών τους, τακτική πρωτάκουστη για τα δεδομένα της εποχής.

Χαρακτηριστικά στοιχεία στους ρόλους που ενσάρκωνε, ήταν η ψεύτικη ιταλική προφορά που χρησιμοποιούσε, και η εξαιρετική του ικανότητα στο πιάνο. σχεδόν κάθε έργο στο οποίο εμφανίστηκε περιείχε μια σκηνή στην οποία έπαιζε κάποιο σόλο κομμάτι. Σήμα κατατεθέν στον τρόπο που έπαιζε ήταν το τελείωμα του μέτρου που έκλεινε με μια κίνηση του χεριού του σαν να πυροβολά τα πλήκτρα.

Το ταλέντο του στο πιάνο ήταν και το πρώτο του άνοιγμα στον επαγγελματικό χώρο, μιας και πέρασε αρκετο καιρό παίζοντας σε νυχτερινά κέντρα διασκέδασης. Ακόμα και σαν διάσημος ηθοποιός, αναγκάστηκε να επιστρέψει πολλές φορές σε τέτοια μαγαζιά για να ξεχρεώσει την χασούρα του από τα χαρτιά. Πάντως ο ίδιος δεν έκανε ποτέ πρόβα με παρτιτούρες, παρά συνήθιζε να βουτά τα χέρια του σε ζεστό νερό και στην συνέχεια να αυτοσχεδιάζει μπροστά στις νότες με την δική του ξεχωριστή τεχνική.

Στα μέσα της δεκαετίας του '30, ο Chico δημιούργησε την δική του ορχήστρα, την οποία και διεύθυνε περιστασιακά μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του '40. Από την ορχήστρα αυτή μάλλιστα έκανε την αρχή του και ο Mel Tormé.

Πέρα από τις ταινίες με τα αδέλφια του εμφανίστηκε σε μεμονομένα επεισόδια δημοφιλών τηλεοπτικών σειρών (The Milton Berle Show), καθώς και στην ταινία The Story of Mankind (1957) , στην οποία αν και εμφανίζονται επίσης ο Groucho κι o Harpo, οι τρεις τους δεν συνυπάρχουν σε καμία σκηνή της.

Πέθανε στις 11 Οκτωβρίου του 1961 (74), από καρδιακή ανεπάρκεια.


"Ο Chico Marx παίζει πιάνο στο Go West"

----------------------------------------------

Ο Harpo ήταν ο επόμενος αδελφός μετά τον Chico, με τον οποίο είχε εκπληκτική ομοιότητα, και πολλοί (ακόμα και τα ίδια τους τα αδέλφια) τους μπέρδευαν για δίδυμους. Ξεκίνησε με τον αδελφό του να του μαθαίνει το πιάνο, και αργότερα ο ίδιος έμαθε να παίζει την άρπα, που στην πορεία θα γινόταν το σήμα κατατεθέν του. Όταν ένας μουσικός δάσκαλος του υπέδειξε ότι η μουσικές μέθοδοί του ήταν λάθος, ο ίδιος δεν επιχείρησε να τις αλλάξει. Αντιθέτως πολλοί αρπίστες αργότερα θα μάθαιναν να παίζουν στον δικό του ξεχωριστό τρόπο (με διαφορετικό κούρδισμα των χορδών).

Από νωρίς στην καριέρα του έγινε μίμος, κι όταν μάλιστα σε μια κριτική χαρακτηρίστηκε "ταλαντούχος μέχρι που άνοιξε το στόμα του και είπε τις ατάκες", αποφάσισε να διατηρήσει τον ρόλο του μίμου στην υπόλοιπη καριέρα του. Ως εκ τούτου ήταν αυτός που αναλάμβανε το μεγαλύτερο βάρος της φυσικής κωμωδίας των αδελφών. Παράλληλα ο Chico του εξασφάλισε πολλές δουλειές σε μαγαζιά και ταινίες όπου έπαιζε το πιάνο και αργότερα την άρπα. Λέγεται ότι το ταλέντο του στο πιάνο ήταν μεγαλύτερο κι από αυτό του Chico, αλλά ο ίδιος δεν ήξερε να παίζει πολλά κομμάτια σ'αυτό. Αρκετές φορές μάλιστα χρησιμοποιούσε την ομοιότητα του με τον Chico, ο οποιός τον αντικαθιστούσε στις δουλειές που έπαιζε.

Χαρακτηριστικά στοιχεία των ρόλων του ήταν η κόκκινη περούκα (που στην πορεία έγινε ξανθιά μιας και στο ασπρόμαυρο κάδρο το κόκκινο παρέπεμπε σε μαύρο), το παλτό με τις τσέπες που φιλοξενούσαν κάθε λογής αντικείμενο, και ένα μπαστούνι-καραμούζα, που χρησιμοποιούσε συχνά στην επικοινωνία του με τα αδέλφια. Μάλιστα όταν σε μια πρεμιέρα τους του ζητήθηκε να σχολιάσει την ταινία, ο ίδιος πλησίασε στο μικρόφωνο, κι έβγαλε έναν ήχο παρόμοιο μ'αυτόν της καραμούζας.

Εμφανίστηκε σε ταινίες και τηλεοπτικές σειρές μακριά από τα αδέλφια του, με τον ρόλο του στην Too Many Kisses (1925) να έρχεται πριν το ξεκίνημα της κωμικής 4άδας στον κινηματογράφο. Ξακουστή παραμένει η εμφάνισή του στο I Love Lucy (4η Σαιζόν, Επεισόδιο 27), όπου μαζί με την Lucille Ball αναβίωσαν την σκηνή του καθρέπτη απ'το Duck Soup. Περιόδευσε για 2 μήνες σαν πρεσβευτής καλής θελήσεως στην ευρώπη (κυρίως στην Ρωσσία), οπου γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Ηχογράφησε τον προσωπικό του δίσκο με κομμάτια γραμμένα για άρπα και πιάνο, και ασχολήθηκε με την ζωγραφική ερασιτεχνικά, αλλά αρκετά από τα έργα του έχουν δημοσιευθεί σε βιβλία και εκθέσεις μετά το θανατό του.

Πέθανε στις 28 Σεπτεμβρίου του 1964 (75), κατά την διάρκεια εγχείρησης ανοιχτής καρδιάς.


"O Harpo στο I Love Lucy"

------------------------------------------


O Groucho ο τρίτος της πεντάδας των αδελφών, ήταν και ο πιο μοναχικός. Είχε βλέψεις για γιατρός, αλλά λόγω των οικονομικών δυσκολιών της οικογένειας, αναγκάστηκε να παρατήσει νωρίς το σχολείο. Η πρώτη του καλλιτεχνική επαφή έγινε με το τραγούδι, και αργότερα με την κιθάρα, χωρίς όμως να ασχοληθεί όσο τα αδέλφια του με την μουσική. αντιθέτως περνούσε πολλές ώρες διαβάζοντας βιβλία, κάτι που τον βοήθησε να αναπτύξει το δικό του ιδιόρυθμο χιούμορ, που χαρακτηρίζεται από ειρωνικές, συχνά αυτοκριτικές, ατάκες.

Το πρώτο μεγάλο ξεκινημά του στο χώρο του θεάματος, ήταν με το τραγούδι σε vaudeville παραστάσεις (το Lydia the Tattooed Lady αποτελεί το χαρακτηριστικό του τραγούδι), κι αργότερα με την δική του σειρά από ραδιοφωνικές εκπομπές, από τις οποίες μάλιστα έκανε περάσματα και ο chico. To 1947 ξεκίνησε το ραδιοφωνικό παιχνίδι You bet your life, το οποίο γνώρισε τεράστια επιτυχία και μεταφέρθηκε και στην τηλεόραση, όπου "έτρεξε" για 11 σαιζόν. Η καριέρα του στην τηλεόραση συνεχίστηκε μάλιστα με πολλά ακόμα show, που περιλαμβανει κι μια περίοδο σαν οικοδεσπότης του The Tonight Show.

Χαρακτηριστικά στοιχεία των ρόλων που υποδήθηκε, είναι το ζωγραφιστό μουστάκι από γράσσο, τα στρογγυλά γυαλιά, τα πούρα και το περιεργο περπατημά του κατά το οποίο άφηνε σκιφτό και πρακτικά ακίνητο το πάνω μέρος του κορμιού του.

Εμφανίστηκε σε αρκετές ταινίες χωρίς τα αδέλφια του, τραγουδώντας μαζί με τον Frank Sinatra και την Jane Russell στο Double Dynamite, και υποδήθηκε τον Θεό στο Skidoo. Την δεκαετία του '70, εμφανίστηκε σε θέατρα και μουσικές αίθουσες όπου έδινε σόλο παραστάσεις (μουσικές και κωμικές), με ξακουστή την ηχογράφηση στο Carnegie Hall της Νέας Υορκής, που κυκλοφόρησε σε διπλό cd με τίτλο "A night with Groucho". To 1974 παρέλαβε τιμητικό όσκαρ, κι έκανε μια από τις τελευταίες εμφανίσεις του, καθώς στις 19 Αυγούστου του 1977 (87) πέθανε καταβεβλημένος από πνευμονία.


"Ο Groucho στο Duck Soup"

---------------------------------

Ο πιο μικρός από τα αδέλφια, o Zeppo, αν και λέγεται ότι εκτός σκηνής ήταν ο πιο αστείος, δεν είχε ιδιαίτερες καλλιτεχνικές ανησυχίες. Δεν ασχολήθηκε λοιπόν με την εκμάθηση κάποιου μουσικού οργάνου, και συνήθιζε να αντικαθιστά τους αδελφούς του στις παραστάσεις τους, όταν κάποιος από αυτούς ήταν άρρωστος.

Πήρε την θέση του Gummo, όταν αυτός δεν θέλησε να πάρει μέρος στις ταινίες, αλλά δεν ανέπτυξε κάποια κωμική περσόνα, και παρέμεινε να παίζει τον ρόλο του συνηθισμένου γόη.

Από μικρός, είχε την τάση να επιδιορθώνει καθετί χαλασένο, και όταν άφησε τις ταινίες, ακολούθησε τον Gummo κι ανοίξαν μαζί ένα πρακτορείο καλλιτεχνών, και παράλληλα ξεκίνησε τις εφευρέσεις. Μάλιστα ήταν αυτός που δημιούργησε το ρολόι χειρός που μετρά τους σφυγμούς της καρδιάς των ασθενών, που χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα, και στην συνέχεια προχώρησε στην δημιουργία μιας εταιρείας παρασκευής εξοπλισμού για στρατιωτικές επιχειρήσεις, η οποία υπάρχει ακόμα με το όνομα Aeroquip.
Την περίοδο της ενασχόλησης του με την εταιρεία αυτή κατασκεύασε μια μοτοσυκλέτα που ονομάστηκε marman twin, από το αρχικό όνομα της εταιρείας παραγωγής. Ένα από τα εξαρτήματα της μηχανής αυτής, ο σφιγκτήρας, χρησιμοποιήθηκε στην αεροπορική μεταφορά της ατομικής βόμβας στα τέλη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, πριν την ρίψη της τον Αύγουστο του '45 με τα γνωστά τραγικά επακόλουθα.

Πέθανε στις 30 Νοεμβρίου του 1979 (78), από καρκίνο.


"Ο Zeppo τραγουδά στο Horse Feathers"

--------------The End--------------

Thursday, June 12, 2008

The Incredible Hulk (2008)

Να που μερικά τρέηλερ μπορούν να καταστρέψουν κάθε αντικειμενική εντύπωση για την πραγματική ταινία. Ομολογώ ότι τα τρέηλερ του νέου Hulk με οδηγούσαν στο πρώιμο συμπέρασμα ότι ο Ang Lee, δεν έχει τίποτα να φοβάται για την δική του εξαιρετικά υποτιμημένη αλλά άκρως επιτυχημένη (κατά την άποψη μου) εκδοχή.

Από τα πρώτα κιόλας λεπτά του Incredible Hulk άλλαξα άρδην εντυπώσεις και αφέθηκα στον καινούργιο κόσμο που δημιούργησε ο Louis Leterrier για το πράσινο τέρας του, που αυτή τη φορά εμφανίζεται ήδη τροφοδοτημένο με τον Παλμό-Γάμμα, και με πολύ έξυπνο τρόπο και καταιγιστικό μοντάζ, αφήνει με την εισαγωγή του πίσω τα γεγονότα της εκδοχής του Lee του 2003. Η διάρκεια της ταινίας, φαντάζει ιδανικά αρκετή για να ξεδιπλώσει μια ολοκληρωμένη σεναριακά υπόθεση (για τα δεδομένα των αντίστοιχων ταινιών πάντα), και οι ήρωες εντάσσονται σταδιακά αφήνοντας στην οθόνη το χαρακτηριστικό τους βάθος ώστε να είναι έτοιμο το κοινό να αντιδράσει με τον κατάλληλο συναισθηματικό τρόπο, όταν θα του ζητηθεί στο δεύτερο μισό της ταινίας.

Το casting βέβαια φανερώνει μια ανασφάλεια αναγκαίας επιτυχίας, αλλά παρόλα αυτά οι ερμηνείες αποδεικνύονται ιδανικές για τους αντίστοιχους ρόλους, με την τετράδα των ετερώνυμων δυνάμεων Norton-Tyler-Hurt-Roth, να δημιουργούν ένα ιδανικό τετράγωνο, στο οποίο εξισσοροπούνται οι συναισθηματισμοί με τις εντάσεις, την ίδια στιγμή που οι αντιπαραθέσεις και τα alter ego ωθούνται στα άκρα, στηρίζοντας τους ηθογραφικούς άξονες που υπάρχουν από την γέννηση του κόμικ. O Norton μερικές φορές βέβαια όταν εμφανίζεται ως Bruce Banner φαντάζει σωματικά πολύ "λίγος" για να κρύβει τέτοιο θηρίο μέσα του, σε αντίθεση με τον Eric Bana που αποτελούσε ιδανικότερη επιλογή από αυτή την άποψη, αλλά το υποκριτικό του ταλέντο είναι αρκετό να υπερκαλύψει την διαφορά, και να δημιουργήσει μάλιστα μια ιδανική αντίφαση ανάμεσα στον άνθρωπο και στο τέρας, που μας αναγκάζει να τον συμπαθήσουμε και να τον λυπηθούμε (χωρίς να μεταβαίνουμε σε αισθήματα οίκτου) πολύ πιο εύκολα, την ίδια στιγμή.



Το μόνο η ταινία δεν κατάφερε να μου ακυρώσει, είναι η εμφάνιση του Hulk (αλλά και του μεταλλαγμένου αντιπάλου του) που έχει γίνει εξ'ολοκλήρου με CGI, κάτι με το οποίο είχα αντίρρηση από το πρώτο teaser που βγήκε πέρυσι. Αναμφίβολα προτιμώ το ρεαλιστικότερο δημιούργημα της προηγούμενης ταινίας. Το καλό είναι ότι η κάθε εμφάνιση δένει με την γενικότερη ατμόσφαιρα της κάθε ταινίας αντίστοιχα, και στην περίπτωση του Icredible Hulk, η απουσία της θέασης του τέρατος στο μεγαλύτερο κομμάτι του πρώτου μισού, καθώς και τα εκπληκτικά γλιστρήματά του, ανάμεσα σε σκιές και καπνούς, χτίζουν μια ανυπομονησία στο κοινό, που μόνο σε δέος μπορεί να μετατραπεί όταν μας παρουσιάζεται ολοκληρωτικά για πρώτη φορά.

Βέβαια σπάνια ταινία τέτοιου είδους δεν χαρακτηρίζεται από υπερβολές στις ατάκες και σε σκηνές, και η συγκεκριμένη δεν αποτελεί τέτοια εξαίρεση. Ό,τι κι αν του καταλόγιζα μέσα μου όμως, ήταν μικρό μπροστά στο ικανοποιητικό γενικότερο σύνολο, και το hint για το sequel καθώς και μια εμφάνιση έκπληξη στην τελευταία σκηνή, που ενώνει ιδανικά τα διαφορετικά σύμπαντα της Marvel, αρκούσαν για να μου αφήσουν μόνο θετικές εντυπώσεις.

Αφήνοντας τα τρέηλερ πίσω λοιπόν, και μετά την ολοκληρωμένη θέαση της ταινίας πιστεύω ότι ο Incredible Hulk θα είναι το αδιαμφισβήτητο blockbuster του φετινού καλοκαιριού.

ΥΓ. Eξακολουθώ να πιστεύω ότι το δημιούργημα του Ang Lee παραμένει ότι πιο πιστό στην φιλοσοφία και εμφάνιση των κόμικ, έχει γίνει μέχρι σήμερα, καθώς και το μοναδικό με τόσο πρωτότυπα ταιριαστή σκηνοθεσία, με εξαίρεση το πολύ εύκολο Sin City.

Picnic at Hanging Rock (1975)

"What we see and what we seem, are but a dream...a dream within a dream!"

Ξεκίνησε με το βιβλίο της Joan Lindsay το 1967, και η περιγραφή για το τι συνέβη πραγματικά στα κορίτσια του οικοτροφείου Appleyard, άρχισε να περνά από την σφαίρα της φαντασίας, στην πραγματικότητα, και μετά πάλι πίσω στην φαντασία. Δεν χρειάστηκε πολύ σούσουρο για να τραβήξει την προσοχή του ονειροπώλου αυστραλού σκηνοθέτη Peter Weir, για να φτιάξει την δική του εκδοχή της ιστορίας.

Κι αν μέχρι στιγμής η ιστορία των χαμένων κοριτσιών αποτελούσε έναν αμφίβολο αστικό μύθο και ένα διήγημα, ο Weir με την ταινία του συγκεντρώνει κορυφαίες μορφες τέχνης, για να δημιουργήσει την μυστικιστική-παγανιστική ατμόσφαιρα που απέπνεε το βιβλίο, κι ονειρευόταν κι ο ίδιος.

Η πολυβραβευμένη φωτογραφία του Russell Boyd γεμίζει με ανοιξιάτικη ατμόσφαιρα τα κάδρα, και θέτει τις κατάλληλες συνθήκες για την προβολή του εγκλωβιστικού καλέσματος της φύσης. Το δάσος γύρω από τον βράχο, χρωματίζεται σαν να είναι ζωντανό, ενώ τα μικρά φυτά μοιάζουν να αγκαλιάζουν τις κινήσεις των ανθρώπων, και να καθοδηγούν τα βήματά τους, βαθύτερα στον κυκεώνα της αναζήτησης από περιέργεια, ή απλή διαίσθηση του πραγματικού προορισμού.

Η δεμένη αλλά πολυσυλλεκτική σκηνοθεσία, πλάθει σταδιακά τον κόσμο που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι το πραγματικό μέρος του ανεξήγητου γεγονότος, αλλά συγχρόνως με την παρουσία των αιθέριων λευκοντυμένων παρθένων, φαντάζει σαν το ονειρικό σκηνικό ενός πίνακα ζωγραφικής που ζωντανεύει μποροστά στα μάτια μας. Η γέννηση κι ο βιασμός της Αφροδίτης, οι νύφες που χορεύουν γύρω της, ανάμεσα στα δέντρα, ο Μποτιτσέλι κι οι αγγελοί του, και όλα ξαφνικά μας παρουσιάζονται για πρώτη φορά.



Η μουσική επένδυση πλαισιώνει την κάθε κίνηση προς την ολοκληρωτική παράδοση στην φύση, προσδίδοντας το βάθος μιας θρησκευτικής τελετής, ενώ τα ξεσπάσματα των εγχόρδων, είναι αρκετά για να σπείρουν τον τρόμο, όταν τα ουσιαστικά ερωτηματικά της ταινίας παρουσιάζονται και ζητούν από εμάς μιαν απάντηση.

Τα πρόσωπα όμως των τραγικών μορφών της υπόθεσης, είναι αυτά που σχηματίζουν τους πραγματικούς γρίφους, με το να μένουν ανέκφραστα στα παράξενα καλέσματα, σαν να γνωρίζουν τι πρόκειται να τους συμβεί, ή σαν να ξέρουν τι δεν περνά από το χέρι τους να αλλάξουν. Στους εναλλασσόμενα αργούς ρυθμούς της ταινίας άλλωστε γεννιούνται τα όνειρα, και το αληθινό παραχωρεί την θέση του στο φανταστικό, που γίνεται η πηγη των αναδρομικών και συνεχώς επανεμφανιζόμενων ερωτημάτων.

Μέσα σ'αυτό τον φαινομενικά απέραντο κόσμο, οι χαρακτήρες δένονται σε ένα ανθρώπινο γαιτανάκι, με τα συναισθήματα να διασταυρώνονται, και τις κινήσεις των σωμάτων να πέρνουν προκαθορισμένες κατευθύνσεις, μέχρι να σχηματιστεί, ο κορμός των ανεξιχνίαστων υποθέσεων της ταινίας, που θα οδηγούσε σταδιακά στην εμφανισή μιας ολόκληρης παραφιλολογίας εξηγήσεων που ξεκινά από το ανθρώπινο έγκλημα μέχρι την εξωγήινη παρέμβαση.

"Everything begins and ends at the exactly right time and place."

ΥΓ. Η αυτοκτονία της Rachel Roberts λίγα χρόνια μετά την προβολή της ταινίας, προσδίδει σήμερα ένα ολόκληρο τραγικό νέο επίπεδο στην στοιχειωτική εικόνα στο κλείσιμο αυτής της ταινίας, όπου τα πάντα έχουν την δική τους ζωή και τον δικό τους σκοπό, ενώ τίποτα δεν μένει μόνο του χωρίς να συνδέεται με κάτι άλλο.

ΥΓ 2. Η ταινία αποτελεί την πρώτη (και ίσως σημαντικότερη) Αυστραλιανή εξαγωγή στον χώρο του κινηματογράφου, την ίδια στιγμή που ο σκηνοθέτης της, Weir, αποτέλεσε έναν από τους πρωτομάστορες του Αυστραλιανού Νέου Κύματος.

Tuesday, June 10, 2008

Πες μου την άποψή σου...


Δεν θέλω να θάψω το ποστ για το Be kind Rewind που μόλις έκανα, από την άλλη όμως είναι σημαντικό για μένα να φανεί και το ακόλουθο σχόλιο, σε απάντηση του "ανώνυμου αναγνώστη".

Το αίτημα είχε ώς εξής:
"Anonymous said...

pragmatika tha eithela poli , an mporeis, na mas kaneis mia analisi shetika me tis omoiotites anamesa ston resnais kai ton alexiou"

...και αποτελεί αναφορά στο σχόλιο που είχα κάνει σαν υστερόγραφο στο ποστ για το "Πέρυσι στο Μάριενμπαντ" σχετικά με την Ιστορία 52 του Αλεξίου. Με χαρά που ξεκίνησε λοιπόν μια συζήτηση με αφορμή μια αποψή μου παραθέτω τα παρακάτω:


"dunno said...

ο Resnais με τον Αλεξίου (αυστηρά) δεν έχουν καμία σχέση. Τις δύο ταινίες έβαλα δίπλα δίπλα και συνειδητοποιήσα ότι η γεωμετρία των κινηματογραφικών χαμένων αναμνήσεων από την μιά, με την ακατάσχετα μπερδεμένη σειρά και εναλλαγή πραγματικότητας και εφιάλτη από την άλλη, κινείται σε παρόμοιο άξονα.

συναισθηματικά οι ήρωες ταλανίζονται ανάμεσα σ'αυτό που είχαν κι έχασαν, και σ'όλα εκείνα που δεν είχαν ποτέ, ενώ με την φαντασία τους που πηγάζει από σκοτεινά υποσυνείδητα και ανεκπλήρωτες επιθυμίες, οπτικοποιούν σκηνές, που μπερδεύουν τον νου, είτε για να ξεχάσουν και να ξεφύγουν απ'ό,τι τους στενοχωρεί, είτε για να προσπαθήσουν μέσω μιας εναλλακτικής πραγματικότητας να αλλάξουν την δική τους.

οι ταινίες πάντως γενικότερα δεν συνδέονται ούτε το ανέφερα σαν θέμα αντιγραφής ή κάτι παρόμοιο. Ο Αλεξίου έχει μιλήσει δημόσια για τις επιρροές του και τις εμπνεύσεις του, κι ο Resnais δεν υπάρχει ανάμεσά τους. Όλοι μας βέβαια βλέποντας την Ιστορία 52, θυμηθήκαμε κάποιες άλλες, ευχάριστα, με τον τρόπο που ο Έλληνας σκηνοθέτης δημιούργησε με όλα αυτά τα στοιχεία, ένα σινεμά καθαρά δικό του.

Σε εμένα έτυχε να μου θυμήσει και το Μάριενμπαντ, με καθαρά δικούς μου συνειρμούς, οπότε το ανέφερα απλώς, εξ'ου και η θέση της αναφοράς στα υστερόγραφα.

ελπίζω να σε κάλυψα ανώνυμε φίλε, και με χαρά μου θα συνέχιζα την συζήτηση αν υπάρχουν κι άλλα θέματα στην πορεία."

Θα χαιρόμουν να ακούσω κι άλλες απόψεις, και μακάρι να καταφέρνω συχνότερα να ανοίγω τέτοιες συζητήσεις.

Monday, June 09, 2008

Be Kind Rewind (2008)

Την πήρα πρέφα αργά, δεν κατάφερα να την δω στους κινηματογράφους, και αρκέστηκα να διαβάζω κριτικές, για το πως ο Gondry κάνει ένα διάλειμμα από τις άψογες προηγουμένες του, και παραδίδει μια ευχάριστη ταινία που μάλλον θα την προσπεράσουμε εύκολα ανάμεσα στην φιλμογραφία του. Επίτηδες άφησα να καταλαγιάσει το σούσουρο, για να την δω ανεπηρέαστος, αν και ήμουν πεπεισμένος ότι αυτά που διάβαζα δεν θα απείχαν και πολύ από την πραγματικότητα.

Αν τώρα αναλογιστείς ότι δεν πηγαίνω καθόλου τον Jack Black, και ότι κατέληξα να την δω εξαναγκαστικά σε στιγμή που δεν είχα άλλη επιλογή, διαφαίνεται αμέσως η σπουδαιότητα της ταινίας, για τον λόγο ότι στα πρώτα 10 λεπτά μου είχε ανατρέψει κάθε αρνητική σκέψη, και με εγκλώβισε στους χαλαρούς μεν, αλλά εξαιρετικά ευχάριστους, δε ρυθμούς της.

Όχι, δεν είναι το αριστούργημα της Αιώνιας λιακάδας, ούτε ο ονειρικός οργασμός του Science of sleep, αλλά αυτό που έχει σημασία, είναι ότι στέκεται αξιοπρεπώς και αυτόνομα στην τριάδα. Ο Gondry δεν χρειαζόταν να επιβεβαιώσει την κινηματογραφική του ευφυΐα, κι όμως το ξανακάνει, παραδίδοντας άλλη μια υβριδική ταινία, που δανείζεται το τυπικό αμερικανικό πρότυπο, για να το εμπλουτίσει σεναριακά, και να το τραβήξει σε νέα άκρα σκηνοθετικά και κινηματογραφικά.

Η ανεμπόδιστα εκφραστική φαντασία του σκηνοθέτη, δεν περιορίζεται ουτε εδώ, και με μία υπόθεση με ενδιαφέρουσες εξελικτικές προοπτικές, με μία σκηνοθεσία που μοιάζει επίτηδες άναρχη, με τις εναλλαγές και τις μείξεις των κόσμων του πραγματικού και του φανταστικού, και με διάθεση αυτοκριτικής αλλά και γενικότερης κοινωνικής κριτικής, το Be kind rewind εδραιώνει εξ'αρχής το κωμικό του στοιχείο, απενοχοποιεί την μερική σοβαρότητα των καταστάσεων, και γίνεται ένα project που θα θέλαμε πολύ να ξεφύγει από τις οθόνες και να καταλάβει ένα μικρό αλλά πραγματικό κομμάτι του δικής μας βαρετής καθημερινότητας.



Το καστ ερμηνεύει συγκινητικά με τους Def και Black να αποτελούν ένα εξαιρετικό στερεότυπο ζευγάρι φίλων για την καταστροφή, και τον Glover με την Farrow να τους περικυκλώνουν εμπνέοντας ερμηνείες που κρύβουν μέσα τους κάτι από κλασσικό κινηματογράφο (αποκορύφωμα η εκδοχή τους στο Driving Miss Daisy). Την πλοκή εμπλουτίζει κι ο θρύλος του (πολύ αγαπημένου μου Fats Waller) που δίνει τα περιθώρια για περισσότερα κινηματογραφικά παιχνίδια και πειραματισμούς με την κάμερα.

Συγγνώμη αγαπημένε Gondry, ό,τι κι αν ακούσω δεν θα σε αμφισβητήσω ξανά!