Sunday, July 13, 2008

Batman Begins (2005)

Τελικά μια από τις μεγάλες αρετές που λείπει δυστυχώς από πολλούς σκηνοθέτες και σεναριογράφους, είναι η υπομονή. Το Volver (μιας και έχουμε το αφιέρωμα) στριφογύριζε κοντά δύο δεκαετίες στο μυαλό του Almodόvar, η τριλογία του Άρχοντα των Δακτυλιδιών πέρασε από μια δεκαετία προετοιμασίας και υλοποίησης, ενώ ο Jim Jarmusch έπινε "καφέδες με τσιγάρα" για 17 χρόνια. Αντιθέτως χρειάστηκαν δύο βιαστικά sequel για να αμαυρώσουν την επανάσταση του matrix, 15.000 απομιμήσεις για να μας κάνουν να ξεχάσουμε το αυθεντικό και λατρεμένο american pie, και η λίστα από την πλευρά των αποτυχιών μπορεί κάλλιστα να συνεχιστεί για ώρα.

Έχοντας θάψει για τα καλά τον Batman, με μόνη εξαίρεση την σειρά της δεκαετίας του '60 που παραμένει σταθμός στην ιστορία του άνθρωπου-νυχτερίδα, κυρίως λόγω τον αποτυχημένων sequel, και της εντονότερης παρασκηνιακής μουρμούρας, ο Christopher Nolan που μας συγκλόνισε με το Memento, συγκρατήθηκε στο insomnia, μάζεψε όλο το ταλέντο του, όχι για να ξεθάψει τον ξεχασμένο ήρωα, αλλά για να τον αναγεννήσει και να τον πλάσει όπως τον είχε μέσ'το μυαλό του και να μας κάνει όλους να τον δούμε όπως ανέκαθεν έπρεπε να είναι.

Σαν να μην είχαμε καν ακουστά για τον batman λοιπόν, μας διηγείται την ιστορία ενός άτυχου νέου που μεγάλωσε με την σκιά του βαρυσήμαντου επιθέτου της οικογένειας του, στην θέση των ίδιων των γονιών του, που σκοτώθηκαν σε ένα φαινομενικά τυχαίο συμβάν. Χρησιμοποιώντας τον σεναριακό χρόνο μιας ώρας, ανοίγεται ηθογραφικά προς όλες τις κατευθύνσεις, για να εισάγει όλους τους σημαντικούς χαρακτήρες που περιτριγυρίζουν τον εν δημιουργία ήρωα, και να τους καθιερώσει πάγια, ενώ την ίδια στιγμή εισάγει παρασκηνιακά τους θεματικούς άξονες που κινούν την πλοκή, με την σταδιακή εμφάνιση των προσώπων-κλειδιών που θα αποτελέσουν στο δεύτερο μισό του έπους, την πρόκληση για την διαμόρφωση και το σπάσιμο των κανόνων, που θα καθορίσουν εν τέλει τα όρια ανάμεσα στον Batman και τον Bruce Wayne, καθώς και ανάμεσα στον Batman και τα αγαπημένα του πρόσωπα.

Η ίδια η Gotham City, για πρώτη φορά μετά τα κόμικ, δεν στέκεται σαν περιβάλλοντας χώρος, αλλά αναδεικνύεται ώς το πεσμένο σύμβολο μιας ευημερίας κι ενός ονείρου εξίσωσης των διαφορών, που μένουν πλέον θαμπές αναμνήσεις του νοσταλγικού παρελθόντος. Με τον τρόπο αυτό, αυτομάτως, κάθε φιγούρα της ταινίας, αποκτά έναν προορισμό της ταυτότητας και της ψυχοσύνθεσής της, την ίδια στιγμή που η αλήθεια των καταστασεων μοιάζει τόσο καλά εδραιωμένη ώστε να ρουφήξει κάθε θεατή, στο εικονικό αλλά καθόλου ψεύτικο σύμπαν της.

Και μετά από όλο το προσεκτικό στήσιμό αυτό η βιασύνη δεν χτυπά ούτε στην επιλογή του εχθρού, με την επιλογή του σχετικά αδιάφορου Scarecrow και του παρασκηνιακού Ra's Al Ghul, που συμβολίζουν την καθαρή ανθρώπινη διαφθορά και ανάγκη για εξουσία. Το κακό που προκαλούν είναι δυνατό να καταστρέψει μια και καλή την Gotham, αλλά από την άλλη δεν είναι αυτό που ανάγκασε τον Batman να γίνει αυτός που είναι. Δεν γίνεται η ασπίδα της πόλης ενάντια στους κακούς, ούτε η προσωποποιημένη εκδίκηση για ο,τι σάπιο πέρασε από τα μέρη του. Κι εκεί το σενάριο του αφήνει πάλι τον χώρο και τον χρόνο να διώξει μια και καλή από πάνω του την ταμπέλα του εκδικητή (vigilante), και να βρει τον πραγματικό λόγο που η στολή και η μάσκα του batman, αρχίζουν να γίνονται ένα με το δέρμα του. Κι εκεί σημειώνεται για πρώτη φορά και το μεγαλείο της υπομονετικής δημιουργίας, όταν αφήνεται το περιθώριο στον ίδιο τον Bruce Wayne, να περάσει στο alter ego του τους δικούς του φόβους και τις δικές του αδυναμίες.



Δεδομένων όλων αυτών, νομίζω με ασφάλεια θεωρώ το Batman Begins τον καλύτερα και σφαιρικότερα παρουσιασμένο Batman που έγινε ποτέ, και με την επόμενη κριτική μου για το Dark Knight, έρχεται να κλείσει ολόκληρο το σύμπαν του Batman όπως παρουσιάστηκε από την DC, και να ταυτιστεί με τον Christopher Nolan, χωρίς να μένουν περιθώρια για άλλες εκδόσεις του ίδιου ήρωα, παρά μόνο για καρικατούρες.


Σημ. κι αν η μοναδική κατηγορία που ακούστηκε από "δήθεν" φαν, είναι ότι η ταινία δεν είχε το κλίμα του κόμικ, κι αυτό δρα υπέρ του, μιας κι ο ήρωας που δημιούργηασε όσα χρόνια κι αν περάσουν δεν κινδυνεύει να γίνει κι αυτός μια καλτ καρικατούρα όπως οι προκάτοχοι του.

Σημ. 2 το καστ δεν θα μπορούσε να αποδίδει καλύτερα, με μια πληθώρα αγαπημένων ρόλων που δύσκολα ξεχωρίζεις τον απόλυτο. Όλοι οι χαρακτήρες βέβαια πέρασαν από την διαδικασία της αναγέννησης κι όχι της αντιγραφής, αλλά ο Michael Caine, συγκεκριμένα ταύτισε για πάντα τον ρόλο του Alfred με την ευγένεια και την απλοχεριά της ερμηνείας του. Ευτυχώς που η Katie Holmes αντικαταστάθηκε από την πολυαγαπημένη Maggie Gyllenhaal στον σκοτεινό ιππότη, αλλά αυτό αποτελεί ανάλυση για το επόμενο κείμενο.

Batman (1989)

Ας ξεκινήσω με απόλυτη ειλικρίνεια... (τελικά) δεν μου αρέσει ο Tim Burton. Έχει την θέση του, αλλά βλέποντας το όραμα άλλων δημιουργών πάνω στην ίδια δουλειά συνειδητοποιώ ότι η πρωτοπορία, του πηγαίνει μέχρι κάποιος άλλος να τον ξεπεράσει σε υλοποίηση. Παραμένει μια συμπάθεια της παιδικής μου ηλικίας, γιατί πήρε ένα σήριαλ και μια ταινία που αποτελούσαν τραγικές καρικατούρες του άνθρωπου-νυχτερίδα, και τις βύθισε σε ένα σκοτεινό και εγκληματικό σκηνικό, και χρησιμοποίησε άριστα το καστ για να δέσει τους χαρακτήρες του κόμικ με την πραγματικότητα. Όμως σήμερα με πιο ώριμη ματιά και λιγότερο παιδικό ενθουσιασμό, το ίδιο του το έργο καταλήγει άλλη μια καρικατούρα, που προσπαθεί πολύ να ξεφύγει από την φτήνια του παρελθόντος, αλλά πέφτει στην παγίδα του καρτούν κι όχι του κόμικ. Για τον λόγο αυτό δεν μπορεί καν να χαρακτηριστεί καλτ, σε αντίθεση με τους χαρακτήρες των Adam West και Burt Ward, που θα ζουν αιώνια σ' ένα πολύχρωμο μέρος της καρδιάς μας ανάμεσα σε συννεφάκια από ZLOTT! και KAPOW .

Και για να επαληθεύσω αυτό που ισχυρίστηκα και στο Sweeny Todd, που μάλλον είναι καθολική διαπίστωση απ'όλα τα φιλμ του Burton, είναι ότι σε κάποια δημιουργικά στοιχεία παρουσιάζει ενδιαφέρον η αποτύπωση της φαντασίας του Burton στα καρέ, αλλά δυστυχώς η δημιουργικότητα, και η περιέργεια μου κατ' επέκταση, σταματούν στην οπτικοποίηση κι όχι στην ολοκληρωμένη υλοποίηση. Ακόμα και οι ίδιες οι δημιουργίες του Bob Kane στα κόμικ όμως, αποτύπωναν τα ψυχολογικά προφίλ των ηρώων, καθώς και τα τραγικά παιχνίδια της μοίρας που τοποθέτησαν τον καθένα στην θέση του, πίσω από μια μάσκα, πίσω από ένα άσβηστο χαμόγελο, κλπ. Αντίθετα στην περίπτωση της ταινίας (του '89), οι χαρακτήρες μάλλον χάνονται στα σκηνικά και τις κινήσεις εντυπωσιασμού, και αφήνονται στην συναισθηματική κρίση των θεατών, για το αν θα καταφέρουν να συγκινήσουν ή όχι με το παρελθόν και το παρόν τους.

Κρίμα γιατί ο Joel Schumacher καταφέρνει αβίαστα να δημιουργήσει έναν εξίσου συναρπαστικό κόσμο με το Batman Forever, που απροκάλυπτα δεν επιχειρεί συναισθηματικές προσεγγίσεις της φύσης και της πορείας των χαρακτήρων, παρά μένει σε ένα πολύχρωμα αντιθετικό κιτς δημιούργημα εντυπωσιασμού, ενώ η βαρύτητα των ερμηνειών του Nickolson και του Keaton από την άλλη μοιάζουν καταδικασμένες να μείνουν ανεκμετάλλευτες ηθογραφικά. Ενδεχομένως να επανέλθω στο θέμα για το πώς ο Heath Ledger εξαφάνισε κάθε άλλον joker που υπήρξε με οποιαδήποτε μορφή. Πάντως μια συμβουλή...δείτε το Batman (1989) όσες φορές μπορείτε πριν από το Dark Knight, γιατί μετά την προβολή του τελευταίου, θα ξεχάσετε (και δικαίως), ό,τι άλλο έχει δημιουργηθεί μέχρι σήμερα με τους ήρωες αυτούς.


The Freaks (1932)

Η ταινία που απαγορεύτηκε για ολόκληρες δεκαετίες, χαρακτηρίστηκε αυστηρώς ακατάλληλη, περικόπηκε στην διάρκεια μιας ώρας λόγω γκροτέσκων και ενοχλητικών εικόνων, δεν είναι άλλη από ένα θρίλερ που επιχείρησε να ταράξει τις ισορροπίες του φυσιολογικού και του τερατώδους, και να εξερευνήσει την ανθρωπιά με μια πιο διεισδυτική ματιά, που ξεπερνά το επίπεδο της σάρκας και φτάνει σε πιο βαθιά συναισθηματικά στρώματα, που ενώ μοιάζουν πανανθρώπινα, μάλλον βρίσκονται στις πιο απίθανες μορφές.

Ανάμεσα στα αληθινά "τέρατα" του καστ ρίχνονται και ανθρώπινες μορφές για να αντιπαραχθούν στα στρατόπεδα του καλού και του κακού, και να ωθήσουν την διαφορετικότητα στα άκρα, την ίδια στιγμή που η ίδια η φύση δεν ξεχωρίζει τα παιδιά της, και το φυσιολογικό μοιάζει εύθραστο. Η εμφάνιση προδιαθέτει μόνο μέχρι οι πράξεις να 'ρθουν στο προσκήνιο, και η δολιοφθορά με την αλαζονεία, μοιάζουν από μόνα τους ικανά να μεταμορφώσουν το πιο αγγελικό πρόσωπο, στην τρομακτικά τερατώδη μορφή που θα έπρεπε να είχε. Συγχρόνως η ματιά στην παρασκηνιακή ζωή των -ούτως ή άλλως- παρεξηγημένων προσώπων που απαρτίζουν ένα τσίρκο, μετατρέπεται σε μια φρικιαστική μαρτυρία του αποτρόπαιου διαχωρισμού της "ανθρώπινης" ράτσας, που μπορεί να εμπνεύσει δολοφονικές πράξεις εξευτελισμού, χωρίς αιδώ, με το άλλωθι της κοινωνικής ανωτερότητας που το στερεοτυπικό status quo επιβάλει.

Σε αυτό το παιχνίδι-παγίδα επιλογής στρατοπέδου, πέφτει αναγκαστικά κι ο θεατής, που γρήγορα μετανοιώνει την αρχική αποστασιοποίηση του, από καθετί διαφορετικό της δικής του ανθρωποκεντρικής ταξινόμησης, με την φρικαλέα οπτικοποίηση των πιο σκοτεινών συναισθημάτων που πηγάζουν σε κατά τα άλλα ανθρώπινες καρδιές.

Η αναγωγή των αληθινών δυσμορφικών ανθρώπων σε ηθοποιούς και σε μια δεύτερη ανάλυση, σε συμβολικά στοιχεία που σκιαγραφούν την εγκλωβιστικά και λανθασμένα οριοθετημένη κοινωνία (στοιχείο, δυστυχώς, διαχρονικό και γι' αυτό άμεσα αντιληπτό και άκρως ενδιαφέρον), καθώς και η τραγικά ειρωνική παγίδευση της ταινίας, ορισμένες στιγμές, σε ό,τι φαίνεται να θέλει να αποφύγει, συνθέτουν το ιδανικά ανισσόροπο κλίμα που συμπίπτει με το "τερατώδες" θέμα της και δεν γίνεται να αφήσει κανέναν ασυγκίνητο.

Κι αν η προσπάθεια ενός ατόμου που χωρίς χέρια και πόδια, ανάβει με το στόμα του ένα τσιγάρο, προκαλεί σε εμάς τον οίκτο μα σε εκείνο περηφάνεια, μόλις η ταινία ολοκληρώσει τον κύκλο της και τα τέρατα κάθε λογής και μορφής εξαπολυθούν στο κυνηγητό τους, ο φόβος, ο τρόμος και η φρίκη μοιράζονται εξίσου από κάθε πλευρά, το ίδιο κι η αγάπη.



Σημ. Η ταινία αποτελεί ένα από τα πιο κλασσικά κάλτ φιλμ με στοιχεία από ταινίες τρόμου και φρίκης, και συνοδεύεται από διαχρονικά κύματα αντιπάθειας, εξ' αιτίας της χρήσης αληθινά παραμορφωμένων ανθρώπων, και παραμένει απαγορευμένη ακόμα και σήμερα σε ορισμένες χώρες. Μετά την αφαίρεση πάνω από 40 λεπτά σκηνών, και τροποποίηση του τέλους της ιστορίας του Tod Robbins, με τίτλο Spurs, στην οποία βασίστηκε, για να είναι πιο φιλική προς το ευρύ κοινό, δέχθηκε προώθηση με λιγότερο κατατοπιστικούς τίτλους, και προβλήθηκε μαζί με μικρότερα φιλμ ερωτικού περιεχομένου για να προσελκύσει κοινό. Δυστυχώς οι ακολουθίες που περικόπηκαν θεωρούνται σήμερα χαμένες, κάτι που συμβάλει στον μύθο της ταινίας, ως το κλασσικό διαμάντι που πολλοί θα ήθελαν να κρύψουν μια για πάντα, αλλά βρίσκει πάντα χωρο να ξεσκεπάσει την αληθινή φρίκη του ανθρώπινου είδους. Κι ας σήμαινε το τέλος στην αξιοσέβαστη καριέρα του Tod Browning που μας χάρισε έργα σαν το Dracula.

Saturday, July 12, 2008

The man who laughs (1928)

Βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Victor Hugo, το The man who laughs, αποτελεί μια από τις πρώτες και αρτιότερες προσπάθειες μεταφοράς στην μεγάλη οθόνη, ιστοριών φρίκης και ανθρώπινου πόνου, που ακροβατούν σε συναισθηματικό κυρίως επίπεδο, για να μας κάνουν να αναρωτηθούμε πού αρχίζει και πού τελειώνει η ανθρώπινη φύση κι η ανθρωπιά, την ίδια στιγμή που εξερευνούν μια καλυμένη ιστορία αντισυμβατικής και αιώνιας αγάπης.

Ένας άνθρωπος καταδικασμένος να γελάει με το άσβηστα χαραγμένο χαμόγελο, μια κοπέλα που βλέπει μόνο με τα μάτια της ψυχής της, μία δούκισσα στο εφήμερο κυνήγι της ηδονής, κι ένας φιλόσοφος διχασμένος ηθικά, πιόνια μιας τραγικής σκακιέρας, παλεύουν με τα στερεότυπα, τις προκαταλήψεις και τις εντυπώσεις εκείνες της πρώτης ματιάς, που λεκιάζουν με μόνιμες ταμπέλες, και κομματιάζουν κάθε δυνατότητα διαφυγής από τον πόνο που στοιχειώνει την καρδιά και το μυαλό.

Η εποχή τους αναγκάζει να μιλούν με υποτιτλισμένες λεζάντες και πομπώδεις μουσικές επενδύσεις, κι όμως η avant garde ερμηνεία των βουβών φιλμ, τους επιτρέπει να εγκλωβίσουν τον θεατή στις πανανθρώπινες εκφράσεις του προσώπου τους, και να χρωματίσουν συναισθηματικά τα ασπρόμαυρα καρέ. Όλες οι φιγούρες θα περάσουν από τα ίδια στάδια απόγνωσης με διαφορετική σειρά, για να συνθέσουν την κλίμακα κλιμακούμενης τραγικότητας, που θα συναντήσει το αποκορύφωμά της, στην σπαρακτική πάλη των δακρύων καθώς προσπαθούν να σβήσουν το αταίριαστο χαμόγελο του άτυχου άνδρα.



Μπορεί να αποτελεί για τους περισσότερους μια κλασσική και σινεφιλική περισσότερο, λόγω του βουβού της στοιχείου, ταινία, αλλά οι ερμηνείες αντικατοπτρίζουν μυθοπλαστικούς χαρακτήρες βγαλμένες από βιβλικές ιστορίες, που με έναν εκκεντρικό τρόπο αγγίζουν τα πιο βαθιά ανθρώπινα συναισθήματα, και οι κινηματογραφικές υπερβολές του είδους, θέτουν τα όρια ανάμεσα στις εκκεντρικότητες και την πραγματικότητα μιας τραγικής ιστορίας που ανήκει στην λογοτεχνική φαντασία, αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να είναι τρομακτικά πραγματική.

Σημ. Ο ρόλος του Gwynplaine με το χαραγμένο χαμόγελο, αποτέλεσε την έμπνευση για την δημιουργία του Joker, στην σειρά των Bob Kane και Jerry Robinson για τον άνθρωπο-νυχτερίδα που όλοι ξέρουμε ως Batman.