Wednesday, October 22, 2008

The Fall (2006)

Ορισμένες φορές αρκεί η περιέργεια που αίρει μια λεπτομέρεια μιας -κατα τα άλλα άγνωστης- ταινίας για να σε ωθήσει να την δεις. Στην προκειμένη περίπτωση αρκούσε η γνώση της συνεργασίας της πολυαγαπημένης Eiko Ishioka (έχει δημιουργήσει εκτός των άλλων ένα από τα πιο αγαπημένα μου βίντεο κλίπ - Bjork, Cocoon), με τον Tarsem Singh, που με ιντρίγκαρε με το "Κελί", ένα από τα πιο άρτια οπτικά ταξίδια σε πραγματικότητες που διχάζονται μεταξύ αληθινού και φανταστικού, κι έπειτα εξαφανίστηκε. (ευχαριστώ τον Wrong Guy στο blog του οποίου διάβασα για την συνεργασία αυτή - το ποστ του για την Ishioka έχει πολύ ενδιαφέρον δες το εδώ)

Και τελικά η άγνοια μου για όλα τα υπόλοιπα στοιχεία της ταινίας, αποδείχθηκε ιδανική, μιας και σχεδόν σε κάθε σκηνή με περίμενε και μια έκπληξη, που είχε να κάνει είτε με την μεθυστικά πολύχρωμη φωτογραφία, είτε με ερμηνευτικές εκρήξεις, είτε με τις κοντρολαρισμένες επιτυχώς επικίνδυνες αναφορές σε παρωδίες, είτε με τις τόσο έξυπνα προσαρμοσμένες, στερεότυπες αφηγηματικές γραμμές....

Βέβαια οι υποψίες μου για το σκηνοθετικό στύλ του Tarsem, επιβεβαιώθηκαν -ευτυχώς-, μιας και το Fall ακολουθεί πιστά τα χνάρια του Κελιού, και εδραιώνει τις μυθοπλαστικές σκηνές φανταστικής πραγματικότητας, με την οργασμική χρήση πολύχρωμων φίλτρων, και την θριλερική διάθεση που ελλοχεύει σε εικόνες και σκηνές που κάλλιστα θα μπορούσαν να ξεφύγουν προς την κωμωδία, ως σήμα κατατεθέν του. Μπορεί σεναριακά οι ιστορίες του να μην έχουν και πολλά να πουν, αλλά ολοκληρωμένο το έργο του, αποτελεί μια άρτια καλλιτεχνική έκφραση που αποτελείται από καρε - έργα τέχνης συνδυασμένα με sci fi ήρωες, σε πλήρη αρμονία με την ανθρώπινη πραγματικότητα, σε μία τελική σύνθεση που δεν χορταίνει το μάτι.

Φυσικά η αποκορύφωση έρχεται με το μαγικό άγγιγμα της Ishioka στην ενδυμασία, για να ντύσει με τον πιο ευφάνταστο τρόπο τους πολυδιάστατους ήρωες, και να τους επιτρέψει ένα εκκεντρικό παιχνίδισμα με την θεατρικότητα και την φανταστική διάσταση της ιστορίας τους. Επιπλέον οι υπαινιγμοί της υπαρκτής ιστορικότητας ορισμένων χαρακτήρων, της δίνουν την δυνατότητα να εμπνευστεί και να ανακατέψει ενδυματικές τάσεις από διαφορετικές εποχές της ανθρώπινης ιστορίας, και να καταλήξει σε μια πολυσυλλεκτική ενδυματική ρετροσπεκτίβα, η οποία δεν χάνει τις φουτουριστικά στυλιζαρισμένες πτυχές της. Γεγονός που ταιριάζει απόλυτα άλλωστε με το πολυεπίπεδο ξεδίπλωμα της υπόθεσης.



Από την σχεδόν στατική εναρκτήρια σκηνή με την παθιασμένη ασπρόμαυρη φωτογραφία μιας πικρής ανάμνησης, στην τρυφερή ιστορία του άνδρα και του κοριτσιού που χρησιμοποιούν ο ένας τον άλλο για να κάνουν την παραμονή τους στο νοσοκομείο υποφερτή, στην εισβολή της φανταστικής ακολουθίας με μια σειρά από επικά γεγονότα, στα πληγωμένα flashback, μέχρι την τελική άκρως λυτρωτική σκηνή που καταλήγει σε κασκαντερικό ύμνο, η ταινία δεν χάνει το στοιχείο του οπτικού πειρασμού(-οργασμού), που αφήνει το κοινό σε μία ακόρεστη ικανοποίηση.

Όταν οι εικόνες από μόνες τους είναι ικανές να ξεπεράσουν κάθε σεναριακό ατόπημα, και να οπτικοποιήσουν τόσο εκθαμβωτικά μια διεστραμμένη φαντασία, τότε πέρα από την τεχνική αρτιότητα, μπορούμε να μιλάμε για σίγουρο καλλιτεχνικό επίτευγμα.

ΥΓ 1. Τα γυρίσματα της ταινίας έγιναν σε 18 χώρες ανά την υφήλιο, με αποτέλεσμα σχεδόν σε κάθε σκηνή να υπάρχει κι από ένα διαφορετικό και καθηλωτικά ειδυλλιακό τοπίο.

ΥΓ 2. Στο sceenplay συναντάμε ελληνικό ενδιαφέρον με τον Nico Soultanakis

ΥΓ 3. Με εξαιρετική αγωνία περιμένουμε την επόμενη δουλειά του Tarsem που θα έχει επίσης ελληνικό ενδιαφέρον, μιας και θα ασχολείται με την παραποιημένη ιστορία του Θησέα, σε screenplay των Charley Parlapanides και Vlas Parlapanides (!). Άντε να δούμε και την Ελλάδα να περιλαμβάνεται στις τοποθεσίες των γυρισμάτων, για να δέσει το γλυκό!

ΥΓ 4. Πρόσεξες στην αφίσα το "David Fincher & Spike Jonze Presents";

Tuesday, October 21, 2008

Gomorra (2008)

Όσο κι αν παραδέχομαι για ιστορικούς λόγους τον "Νονό" και τα "Kαλά Παιδιά", οι ταινίες για την μαφία δεν κατάφεραν ποτέ να με κερδίσουν ολοκληρωτικά. Κι αν το σούσουρο του Gomorra στις Κάννες μου είχε αναπτερώσει τις ελπίδες για το συγκεκριμένο είδος, η προβολή της ταινίας ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα δοκιμασία.

Από το πρώτο κιόλας μισό της και τα δυσδιάκριτα όρια των χρονικών αξόνων των διαφορετικών ιστοριών, σχηματίζεται η εντύπωση ότι βλέπεις μεμιάς μια πιο εκσυγχρονισμένη εκδοχή του Νονού (ή ενδεχομένως μια ακόμα συνέχεια του), με την διασκορπισμένη φαμίλια να προσπαθεί να διατηρήσει τα μεγαλεία των αυτοκρατοριών του παρελθόντος. Η τρομακτική συνειδητοποίηση βέβαια της εξάπλωσης της μαφιόζικης συμπεριφοράς, πέρα από τον αυστηρά θεωρητικό ορισμό της, σε όλα τα στάδια και επίπεδα ζωής, έρχεται να σοκάρει με την ρεαλιστικότατη κινηματογράφηση, που μοιάζει σχεδόν ντοκυμαντερίστικη. Φυσικά το Χόλυγουντ έχει φροντίσει να γεμίσει το μυαλό μας με τόσο γκροτέσκες σκηνές αιματοχυσίας, που τίποτα σε όλη την ταινία δεν μοιάζει τόσο συγκλονιστικό.

Με μια πρώτη ματιά, το γεγονός αυτό απογοητεύει και σ'αναγκάζει να αναζητήσεις αλλού τους λόγους για τους οποίους τράβηξε την προσοχή του κοινού η ταινία. Κι εκεί ακριβώς είναι η δύναμή της, όταν στο σημείο που έχεις αφήσει όλες τις άμυνες σου στους αργούς ρυθμούς της, στις ασύνδετες υπο-ιστορίες, και στις ήπιες εντάσεις, έρχεται η συνειδητοποίηση ότι οι μετά βίας αντιληπτές κορυφώσεις της πλοκής, ενώνονται αριστουργηματικά σε μία ενιαία καταστροφική αποκάλυψη των παρασκηνιακών κομπίνων και της υποβόσκουσας δύναμης της μαφίας, που αν και ανήκει φαινομενικά σε ένα καλτ παρελθόν, παρουσιάζεται πιο οργανωμένη από ποτέ. Εκεί άλλωστε αποκτά και πρακτική ερμηνεία ο τίτλος της ταινίας, στην διαχρονική αμαρτία που μοιάζει να βρίσκει συνεχώς εναλλακτικούς τρόπους να εξαπλωθεί και να ξεφύγει από την οριστική καταστροφή, που θα οδηγούσε ενδεχομένως σε μία νέα ισορροπημένη τάξη πραγμάτων (βέβαια από μόνη της η ονομασία της σύγχρονης ιταλικής μαφίας που παρουσιάζεται στην ταινία, Camorra, παραπέμπει επαρκώς και μοιάζει να αντικαθιστά με επιτυχία, την φημισμένη αλλά παρωχημένη αμαρτωλή πόλη).

Η δύναμη των σκηνών βέβαια εξακολουθεί να κρατιέται σε χαμηλά επίπεδα, αλλά οι συνειρμοί και οι σκέψεις που προκύπτουν από τις εικόνες, και οδηγούν σε γενικεύσεις όχι και τόσο αυθαίρετες απ' ό,τι φαίνεται, είναι από μόνες τους συνταρακτικές. Αν αναλογιστεί κανείς κιόλας όλο το παρασκήνιο που ξεσκεπάστηκε μετά την προβολή της ταινίας, με ηθοποιούς της να συλλαμβάνονται για το ειρωνικά εγκληματικό "οικογενειακό" τους παρελθόν, και τον συγγραφέα του βιβλίου στο οποίο βασίστηκε η ταινία, Roberto Saviano, να φυγαδεύεται τα τελευταία δύο χρόνια από μέρος σε μέρος, υπό την κρατική αστυνομική προστασία, έπειτα από το κυνηγητό που εξαπέλυσε η Camorra -η παρούσα κυρίαρχη ιταλική μαφία που θίγεται στο βιβλίο, και κατ'επέκταση στην ταινία- με σκοπό εξόντωσή του (πριν τα φετινά Χριστούγεννα μάλιστα), μπορεί να κατανοήσει βαθύτερα την δύναμη της παρούσας ιστορίας, σε οποιαδήποτε μορφή της.



Μπορεί να μην έχω διαβάσει το βιβλίο (θα το κάνω άμεσα), αλλά αναγνωρίζω χωρίς δεύτερη σκέψη, ότι η ταινία, ξεπερνάει στην εκτίμησή μου κάθε άλλη του είδους της, ή καλύτερα, για μην φανώ ισοπεδωτικός, δημιουργεί ένα δικό της είδος, που με την φρέσκια ματιά και τις νέες ενδιαφέρουσες οπτικές γωνίες του σκηνοθέτη, παρουσιάζει την ρεαλιστικότερη και γι'αυτό το λόγο τρομακτικότερη ίσως, εκδοχή, της καθολικής επιρροής και δύναμης της μαφίας στη σημερινή Ιταλία. Αλλά μην ξεγελιέστε, η μπασταρδεμένη γλώσσα και τα ακαθόριστα τοπία της ταινίας, την ανάγουν σε μία καθολικότερη αμαρτωλή πόλη, κάτοικοι της οποίας θεωρούμαστε κάλλιστα όλοι.

Monday, October 20, 2008

Royal Wedding (1951)

Στο βάθος των παιδικών μου αναμνήσεων όταν ακόμα το όνομα Fred Astaire, ήταν για μένα ένας ξένος ήχος χωρίς νόημα, και το μόνο κλασσικό που είχα στο μυαλό μου ήταν τα παιδικά του Disney, είναι θαμμένο ένα απόγευμα τόσο τυχαίο όσο και ξεχωριστό. Στο χρόνο που χρειαζόμουν για να αλλάξω την βιντεοκασσέττα του goofy με του batman, έπιασε την προσοχή μου ένας άνδρας στην τηλεόραση, ο οποίος, στριφογύριζε στο δωμάτιο του σαν τρελός. Άρπαζε με τη σειρά τα αντικείμενα γύρω του, και μαζί χόρευαν σε ένα δικό τους ντελίριο που έκλεβε κάτι εξωπραγματικό από τον κόσμο των καρτούν και το προσγείωνε στην τόσο εθιστική πραγματικότητα. Έμεινα με την παιδική αφέλειά μου και την αμερόληπτη αρέσκεια μου, να χαζεύω με γουρλωμένα μάτια την τόσο μαγική σκηνή που δεν ήθελα να τελειώσει.

Χτες ξυπνώντας άνοιξα την τηλεόραση, και χαζεύοντας σταμάτησα στο κανάλι 9 με έκπληξη που έβλεπα στις 11 το πρωί να παίζει κλασσικό κινηματογράφο. Μέσα σε μια στιγμή το μυαλό σταμάτησε να μετρά το χρόνο, κι η καρδιά μου γύρισε σε εκείνο το παιδικό ξεχωριστό απόγευμα, και γέμισε με μοναδικά συναισθήματα που ήξερα ότι είχα νοιώσει μια φορά ακόμα. Μπροστά στα μάτια μου, αυτός ο άνδρας που με είχε αφήσει άφωνο σαν παιδί και τώρα γνώριζω ως Fred Astaire, έκανε αυτό που ήξερε καλύτερα, και μπροστά στην οθόνη έμενα με το ίδιο ενδιαφέρον αποσβολωμένος, σαν να μην πέρασε μια μέρα.

Δεν θα μπορούσα να βρω ποτέ καλύτερο παράδειγμα για τον λόγο που ο κινηματογράφος αυτός είναι ο απόλυτα αγαπημένος μου. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσα ρεύματα κι αν μεσολαβήσουν, μερικά αστέρια της ασημένιας οθόνης δεν θα σβήσουν ποτέ, και θα συνεχίσουν να με συγκλονίζουν, με τους ίδιους αθώους τρόπους που καθήλωσαν κάποτε το παιδικό μου αγνό ενδιαφέρον, και θα παραμένουν για να μου θυμίζουν πώς είναι να αγαπάς κάτι αληθινά κι αυθεντικά, χωρίς κανόνες, χωρίς τεχνικές, πέρα από τις σκηνοθεσίες και μακριά από τις βαθμολογημένες κριτικές. Θα εξηγούν τους λόγους που υποσυνείδητα λατρεύω τον κινηματογράφο, και θα εκλογικεύουν την αδυναμία μου να μοιράζομαι τις σκέψεις μου πέρα από κάθε κριτική. Θα είναι η έμπνευση του blog αυτού, και ο ήχος των σιωπηλών ψιθύρων του παρελθόντος που δεν χάθηκαν ποτέ.

Μου είναι αδύνατο φυσικά να γράψω το οτιδήποτε αντικειμενικό για το Royal Wedding, όταν όπως καταλαβαίνεις, από τα όσα ήδη ανέφερα, είναι κάτι παραπάνω από μια απλή ταινία για μένα, κι ενδεχομένως σε άλλη περίπτωση να μην είχα κάτι πρόσθετο να πω, σε σχέση με τις υπόλοιπες ταινίες του Astaire, απ'το ότι "δεν έχεις δει τίποτα, αν δεν δεις τον Fred να χορεύει με την καρδιά του, σε σημείο που τα συναισθήματα ξεπερνούν κάθε λογική, και τα βήματα του απλώνονται με ένα ξέφρενο ρυθμό που απογειώνει".

Αυτή η ταινία βέβαια όσο κι αν με σημάδεψε συναισθηματικά δεν φτιάχτηκε για μένα αποκλειστικά. Δες την, κι αν βρεις ένα στοιχείο τουλάχιστον, ικανό να σε μαγέψει, συνάντησε μας στο ταβάνι, οπού μακρυά από καθετί που μας "ρίχνει" θα χορεύουμε με την καρδιά μας...παρέα με τον Fred και τ'άλλα παιδιά!

Thursday, October 16, 2008

Blonde Venus (1932)

Ένα μελόδραμα που παραμένει κλασσικό για λόγους που (κυρίως) δεν έχουν να κάνουν με τους καλλιτεχνικούς του άξονες, υπερκαλύπτοντας αλλά όχι υποβιβάζοντας την ποιότητά του. Όπως συμβαίνει και σήμερα με το hype που προηγείται μιας ταινίας να ανεβάζει τις προσδοκίες του κοινού επικίνδυνα, έτσι και το όνομα του Josef von Sternberg -μέντορα της Dietrich- στην σκηνοθετική καρέκλα, η ιδιόρρυθμη σχέση του με την νεαρή πρωταγωνίστρια τότε, κι ο ανερχόμενος Cary Grant, ήταν στοιχεία αρκετά από μόνα τους για να τραβήξουν την προσοχή. Από εκεί και πέρα το σενάριο ξεδιπλώνει μια βιαστική ιστορία, που αλλάζει συνεχώς διαθέσεις, και δεν φαίνεται να έχει ένα προκαθορισμένο πλάνο για την πορεία των πρωταγωνιστών, με αποτέλεσμα τις -συχνα- αβέβαιες ερμηνείες.

Όπως και να 'χει όμως η Dietrich είναι ούτως ή άλλως εντυπωσιακή, καθώς έχει τον δικό της ευέλικτο τρόπο να περνάει από γλώσσα σε γλώσσα (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά), από ρόλο σε ρόλο (σύζυγος, μητέρα, διασκεδάστρια, ζητιάνα), κι από κατάσταση σε κατάσταση (υπομονετική, διορατική, συντροφική, συμπονετική, θυσιαστική, πανούργα, σφετερίστρια, θύτης και θύμα), κι όλα αυτά στον χρονικό άξονα μιας ταινίας, διατηρώντας σε κάθε μεταμόρφωση της την αγγελική της παρουσία σε συνδυασμό με την αυταρχική της υπερηφάνεια, που την ανάγουν σε ένα ερμηνευτικό δυναμίτη (εντυπωσιασμού). Ανάμεσα μάλιστα στις βιαστικές εναλλαγές των χρονικών περιόδων, εμφανίζεται σε αρκετά μουσικά νούμερα με πιο χαρακτηριστικό το θρυλικό "Hot Voodoo" στο οποίο παρουσιάζει σαγηνευτικά το μύθο του τέρατος μέσα από το οποίο αναδύεται η όμορφη κοπέλα που αποτέλεσε την καταστροφή του, και της ίδιας εν τέλει (ειρωνικά).



Αν και μέσα στο σεναριακό χαμό και το σκηνοθετικό παραλήρημα που του αντιστοιχεί, φαίνεται να επιβιώνει μόνο ο χαρακτήρας της Dietrich, ουσιαστικά σώζεται και η ερμηνεία του Grant, ο οποίος εμφανίζεται μόνο για να μαγνητίσει με το παρουσιαστικό του και την νεοζήλευτη τότε αίγλη του, μόνο και μόνο από την μικρή διάρκεια της παρουσίας του. Από ερμηνευτική άποψη βέβαια, η μεγαλύτερη έκπληξη για μένα ήταν ο μικρός Dickie Moore, τον οποίο λάτρεψα μεμιάς στην εμφάνισή του στο Peter Ibbetson (βλ. λίγο παρακάτω), κι απ' ότι φαίνεται και στο Blonde Venus, εμφανίζεται για να σώσει πολλές σκηνές από την αδεξιότητα της συγγραφής τους. Άλλωστε είναι η δική του καταλυτική παρουσία που "φτιάχνει" το κατάλληλο τέλος και υπερκαλύπτει την απογοήτευση που συσσωρεύεται καθόλη τη διάρκεια της ταινίας.

Μπορεί η παρούσα και το Peter Ibbetson, όπως αναφέρθηκε, να μην αποτελούν τις καλύτερες στιγμές της καριέρας της Dietrich και του Gary Cooper αντίστοιχα, αλλά χαίρομαι που το 21ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, μας έδωσε την δυνατότητα να απολαύσουμε αυτές τις σπάνιες και πρωταρχικές εμφανίσεις των δύο ηθοποιών που αργότερα θα έγραφαν κινηματογραφική ιστορία, ο καθένας με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο. Με την ματιά άλλωστε σ'αυτές τις πρωταρχικές ερμηνείες μας δίνεται η δυνατότητα να κατανοήσουμε και να εκτιμήσουμε καλύτερα το ολοκληρωμένο έργο ζωής τους.

_______________________________________
Στα πλαίσια του φεστιβάλ είδα επίσης τα:
--------------------------------------------------------
21ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου
-L' Âge d'or
-Gilda
-Primer
-Peter Ibbetson
_______________________________________

Wednesday, October 15, 2008

boy A (2007)

Διχασμένο σε ένα κόσμο που έχει μνήμη μόνο για να καταδικάζει, κι μια ουτοπική καθημερινότητα ελπίδας, που αφήνει περιθώρια σε δεύτερες ευκαιρίες, το boy A εξερευνά τα όρια της ανθρωπιάς, και την δύναμη που χρειάζεται για να βρει κανείς την εσωτερική του γαλήνη, όταν καθετί γύρω του φωνάζει για εκδίκηση και καθετί μέσα του μοιάζει συμβιβαστικά ψεύτικο. Παράλληλα το εγκληματικό ιστορικό του πρωταγωνιστή ανάγει κάθε πρόσωπο που εμπλέκεται, σε μάρτυρα μιας δίκης που η ετυμηγορία είναι αδύνατο να επιλέξει ανάμεσα σε θύτη και θύμα.

Με την συνεχώς εύθραυστη πραγματικότητα και την εισβολή σε αυτή σκοτεινών σημείων του παρελθόντος, καταλήγει κι ο ίδιος ο θεατής, να διχαστεί από την επιθυμία του να δει τον πρωταγωνιστή να βρίσκει την ευτυχία που του αναλογεί, την ίδια στιγμή που τα συναισθήματα απέχθειας για το έγκλημα που έχει διαπράξει, τον αναγκάζουν να καταφύγει σε στερεοτυπικές προσεγγίσεις που καλύπτουν την αδυναμία του να αντιμετωπίσει το ηθικό δίλλημα.

Σ' αυτό βέβαια συντελεί και το σενάριο που δεν αποφεύγει κανένα περιστασιακό κλισέ, και συχνά καταλήγει σε ακραίες δραματοποιήσεις των καταστάσεων. Με λίγη σκέψη βέβαια, φαίνεται τρομακτικό πόσο κυνικά και φυσιολογικά ανθρώπινη καταλήγει η πλοκή της απάνθρωπης αυτής ιστορίας, και πόσο αναγκαίες είναι οι οπτικοποιημένες ακρότητες για να τραβήξουν ακόμα και τους πιο φανατισμένα στενόμυαλους σε μία 'μέση' προσέγγιση.

Πέρα όμως από την εξόφθαλμη προκατειλημμένη σκηνοθεσία, η οποία ούτως ή άλλως έχει αγνές προθέσεις και πετυχαίνει το σκοπό της, δημιουργούνται θεματικά κάποιες αντίρροπες δυνάμεις, οι οποίες συνδέουν τους χαρακτήρες σε σχέσεις alter ego, και τους χρησιμοποιούν σαν συμβολικά παραδείγματα της φύσης του ανθρώπου και της ανατροφής του, για να καταλήξουν στην πηγή του κακού και του καλού, και στην διαπίστωση των δυσδιάκριτων μεταξύ τους ορίων.



Σ' αυτή την ηθογραφική σκακιέρα, οι ηθοποιοί έχουν επιλεγεί εξαιρετικά δεξιοτεχνικά, και πέρα από τον συγκινητικό πρωταγωνιστικό ρόλο του Andrew Garfield, και τον αποστομωτικό Peter Mullan, παρελαύνει στην οθόνη μια σειρά από πανέμορφα οριοθετημένους δεύτερους ρόλους, που συνθέτουν ένα μοναδικό ερμηνευτικό υπόβαθρο για τους βασικούς χαρακτήρες.

Η αγγλία παραδίδει την συγκλονιστικότερή της ταινία από την εποχή του Trainspotting, η οποία άνετα συγκαταλέγεται και στις αγαπημένες μου ταινίες των τελευταίων χρόνων, γιατί παίζει επικίνδυνα με τις ακρότητες κι όμως καταλήγει απενεχοποιημένη. Το μοτίβο της "δεύτερης ευκαιρίας" δεν ήταν ποτέ τόσο συνταρακτικό. Αν επιπλέον συνδυάσεις την δικαίως μεροληπτική ταινία με μια αντικειμενική ανάγνωση της είδησης που φαινομενικά αποτέλεσε την έμπνευση του βιβλίου στο οποίο βασίστηκε, θα βρεθείς σε ένα τρομακτικό εσωτερικό πόλεμο συναισθηματικών απόψεων, που αποτελεί εξ' αρχής τον καθοριστικό σκοπό της.

ΥΓ 1 Το παράπλευρο πορτραίτο της επιβολής πεποιθήσεων και επιρροής αντιλήψεων όπως αυτές υποκινούνται από τα ΜΜΕ σε συνδυασμό με την ομοιότητα της υπόθεσης της ταινίας με την δική μας σοκαριστική υπόθεση του Άλεξ, ξανανοίγει το χώρο για μακροσκελείς συζητήσεις σχετικά με την προστασία της ανθρώπινης φύσης που συγχωρείται ή καταδικάζεται ανάλογα με τις πράξεις που προκαλεί.

ΥΓ 2 και κάτι πιο ανάλαφρο...η ερμηνεία του Garfield είναι τόσο απλοποιημένα εντυπωσιακή, που για χάρη του λέω να προσπεράσω την απέχθειά μου για τον Tom Cruz και να δω επιτέλους το Lion for Lambs (στην οποία διατηρεί ένα μικρό ρόλο) που άφηνα στην άκρη μέχρι σήμερα.

Tuesday, October 14, 2008

Gerry (2002)

Όχι τόσο ταινία, όσο ένα επικό οπτικό ταξίδι στην έρημο της ανθρώπινης απομόνωσης. Με τη φύση να εγκλωβίζει στα καρέ τις απροσδιόριστες ανθρώπινες μορφές, και τα συναισθήματα να ξεχειλίζουν στα απρόσμενα και κλειδωμένα κοντινά πλάνα, τον διάλογο να εμφανίζεται μόνο όταν είναι απόλυτα απαραίτητος, και την υπόθεση να απουσιάζει παντελώς, ο Gus Van Sant, παρουσιάζει στο δικό του υβριδικό δημιούργημα, κάτι που μοιάζει με φυσική εμπειρία που αρχίζει εκεί που τελειώνει ο ρεαλισμός.

Αν και μυστηριώδης, προκαλεί τον θεατή να μείνει μακρυά από ερμηνείες και ξεσκεπάσματα κρυφών νοημάτων, διατηρώντας μια μινιμαλιστική εξέλιξη που έχει σκοπό να τον παρασύρει σε ένα παράλληλο εσωτερικό ταξίδι εξερεύνησης των δικών του προσωπικών ορίων και αντοχών. Μόνο με το τέλος της ταινίας, που δεν σημαίνει και το τέλος του ταξιδιού, κι έχοντας εξαντλήσει τις συναισθηματικές αναζητήσεις, μπορεί το μυαλό να ταυτοποιήσει όσα είδε με όσα φαντάστηκε ότι είδε, σε ένα σουρεαλιστικό ερμηνευτικό μονοπάτι που διακρίνεται τόσο εύκολα, όσο εύκολα χάνεται.

Στο μυστήριο συμβάλουν κι εναλλαγές του σκηνικού, που αν και παραμένει συνεχώς τόσο απέραντο που καταλήγει εγκλωβιστικό, μεταμορφώνεται για να "ντύσει" ή και να προκαλέσει ακόμα τον τρόμο που συνοδεύει κάθε καταδικασμένη σε αποτυχία, προσπάθεια οποιασδήποτε μορφής.



Αν και μερικά σκηνοθετικά τεχνάσματα δημιουργούν εμβόλιμες ακολουθίες που σε στιγμές θα σ'αφήσουν με το στόμα ανοιχτό, οι γενικότεροι ρυθμοί της ταινίας, την ανάγουν σε δοκιμασία υπομονής, εκτός των άλλων, και γι' αυτό το λόγο το κοινό της είναι περιορισμένο. Οι κώδικες άλλωστε που αναπτύσσονται μέσω των εικόνων σε συνδυασμό με ένα υποχθόνιο γλωσσολογικό επίπεδο που προκύπτει από τους ελάχιστους διαλόγους, δημιουργεί έναν ατμοσφαιρικό γρίφο, που στροβιλίζεται γύρω από τις εκπληκτικές ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστών, αλλά απαιτεί μεγάλη προσήλωση αν θες να διατηρήσεις το ενδιαφέρον σου μέχρι το τέλος, για απαντήσεις. Φαντάζομαι η προβολή της σε μια ερημική κινηματογραφική αίθουσα θα ήταν η καταλληλότερη επιλογή.

Από τις κριτικές που διάβασα για την ταινία, πέτυχα μια πλειοψηφία ανθρώπων που την όριοθέτησαν στην συνάντηση άλλων ταινιών, και αν και παραμένει εξαιρετικά πρωτότυπη, κάποιοι θεματικοί άξονες της σε συνδυασμό με μερικές καθαρά δικές μου ερμηνευτικές προσεγγίσεις, θα με οδηγούσαν να πω, αν χρειαζόταν να επιλέξω, ότι το Gerry αποτελεί την συνάντηση της Θυσίας του Tarkovsky με το Brokeback Mountain του Lee.

ΥΓ. Δεν γίνεται παρά να αναφέρω ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει καταλληλότερη μουσική επένδυση για το Gerry από τα μινιμαλιστικά αριστουργήματα του Arvo Pärt, και πίσω από την -μεμιάς- εντυπωσιακή κινηματογράφηση κρύβεται κι ένα ελληνικό ενδιαφέρον στο όνομα του Harris Savides.

Monday, October 13, 2008

Peter Ibbetson (1935)

Μία ταινία γλυκόπικρη από την αρχή μέχρι το τέλος, με τον καταδικασμένο έρωτα τον δύο πρωταγωνιστών να περνά από διαφορετικά στάδια καταλήγοντας να γεμίσει με απωθημένα και το ίδιο το κοινό, άνιση σε ορισμένες φάσεις ως προς την υλοποίηση, που φαίνεται να βιάζει (σ.σ. στην ταχύτητα αναφέρομαι) κατά πολύ το βιβλίο του George Du Maurier στο οποίο βασίστηκε, τηρουμένων των αναλόγιων βέβαια όσον αφορά τα τεχνικά χαρακτηριστικά της κινηματογράφησης της εποχής.

Ο ρομαντισμός βέβαια που κουβαλάει ούτως ή άλλως η ιστορία από μόνη της, είναι αρκετός για να καλύψει αρκετά μικρο-λαθάκια. Και στον Henry Hathaway παραβλέπω το γεγονός ότι μοιράζει την ταινία σε σκηνοθετικά άδετες σκηνές, μιας και προσδίδει στη γενικότερη θεατρικότητα του έργου. Και φυσικά μόνο και μόνο που δύο δεκαετίες μετά σκηνοθέτησε την Marilyn Monroe σε έναν από τους καλύτερους ρόλους της (Niagara -1953), έχει το σεβασμό μου.

Για να μην ξεφεύγω όμως, να αναφέρω απλώς ότι το μεγαλύτερο ατού της ταινίας, είναι το πέρασμα από την πραγματικότητα σε μια υπερρεαλιστική κατάσταση, που επιτρέπει σε μια καταραμένη αγάπη να ζει για πάντα κάτω από ονειρικές προϋποθέσεις. Δεν θα μου έκανε εντύπωση αν μάθαινα ότι ο Gondry είχε την συγκεκριμένη ιστορία στο μυαλό του όταν δημιουργούσε το Science of sleep.

εννοείται πως κι ο Gary Cooper, ήταν υπέραρκετος στο να γεμίζει την οθόνη με κάθε εμφανισή του (κι ας μην είναι αυτή μια από τις καλύτερες ερμηνείες του). Πιο πολύ κι από την ντάμα του Ann Harding, που κρατά μια περισσότερο πορσελάνινη παρουσία. Στο πλαίσιο των ηθοποιών, πρέπει να τονίσω ότι οι ρόλοι των "μικρών" Dickie Moore και Virginia Weidler αποτελούν ίσως το πιο συγκινητικό κομμάτι της ταινίας.




_______________________________________
Στα πλαίσια του φεστιβάλ είδα επίσης τα:
--------------------------------------------------------
21ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου
-L' Âge d'or
-Gilda
-Primer
-Blonde Venus
_______________________________________

Sunday, October 12, 2008

Primer (2004)

Σπάνια και δύσκολα κάποια ταινία, ασχέτως από το πόσο θα σ'αρέσει, καταφέρνει να σε κάνει να εντυπωσιαστείς με την πρωτοτυπία και την αυθεντικότητά της, προσφέροντας κάτι ανεξερεύνητα καινούργιο σε μία εποχή που τα μεγάλα studio αναμοχλεύουν συνεχώς τις ίδιες θεματικές ενότητες. Ακόμα πιο δύσκολα μια ταινία προσφέρεται για αρκετές επανάληπτικές προβολές, και είναι φτιαγμένη για να τις απαιτεί και να τις προκαλεί συγχρόνως.

Το Primer δεν είναι μια ταινία για όλους, αλλά αναμφισβήτητα ανήκει στην παραπάνω κατηγορία. Γνώμη μου είναι ότι όσο λιγότερα ξέρεις για την υπόθεση της ταινίας, τόσο το καλύτερο. Δώσε βάση στις σκηνές όμως, γιατί μπορεί να μην είναι κομματιασμένη χρονικά με σκοπό να μπερδεύει, αλλά παίζει σε πολλαπλούς χρονικούς άξονες με στόχο να σε ιντριγκάρει.

Το εκπληκτικότερο όλων με αυτήν την ταινία, είναι ότι καταφέρνει σε κάθε τομέα, να προσφέρει κάτι εντυπωσιακό. Το σενάριο κρατάει την ταινία σε διαρκή κίνηση, χωρίς να καταλήγει με σκηνές που θα μπορούσαν να παραληφθούν. Οι ερμηνείες είναι εξαιρετικά προσγειωμένες, και το στήσιμο της πλοκής μέσα σε γκαράζ-εργαστήρια και αποθήκες-χρονοντούλαπα, δεν επιτρέπει σε καμία στιγμή την εντύπωση της φτηνής παραγωγής, κι ας χρειάστηκαν μόλις 7.000 δολάρια για να υλοποιηθεί. Το μοντάζ και η σκηνοθεσία διατηρούν ένα χαμηλό προφίλ, επιτρέποντας στο αμείωτο ενδιαφέρον που προκαλεί η εξέλιξη της ταινίας να κλέψει άνετα την παράσταση.



Το μόνο πρόβλημα που μπορεί να αντιμετωπίσει μια μερίδα του κοινού, είναι κάποιοι επιστημονικοί όροι και τα αξιώματα που στηρίζουν την υπόθεση, αλλά νομίζω ότι επίτηδες, ο Shane Carruth (σεναριογράφος, σκηνοθέτης, παραγωγός και πρωταγωνιστής), δεν απαξιώνει την επιστημονική του ακεραιότητα (μιας και ο ίδιος έχει υπάρξει μηχανικός και μαθηματικός), εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι ακόμα και χωρίς αντίστοιχες γνώσεις, το κοινό μπορεί να ακολουθήσει την ταινία. Τα μυαλά των θετικών επιστημών βέβαια θα έχουν κι ένα μπόνους ικανοποίησης, με την ευκολότερα βαθύτερη κατανόηση του τεχνικού υπόβαθρου της ταινίας.

Συγκεντρωτικά πρόκειται για έναν πανέξυπνα φτιαγμένο γρίφο, ο οποίος όσο περίπλοκος κι αν φαίνεται, έχει λύση, και η ταινία αποτελεί μια από τις πιο ευχάριστες εκπλήξεις της τελευταίας δεκαετίας. Ετοιμάσου να την δεις τουλάχιστον δύο φορές συνεχόμενα, αλλά μην σε αποτρέπει αυτή η σκέψη. Με μόλις 78 λεπτά διάρκεια είναι φτιαγμένη για μαραθώνιες προβολές. Είσαι έτοιμος να αντιμετωπίσεις την πραγματοποίηση των πιο τρελών σου ονείρων;

ΥΓ. Αφού την δεις και την ξαναδείς, σίγουρα θα αρχίσεις το ψάξιμο στο ίντερνετ για την πλήρη αποκρυπτογράφηση των αινιγμάτων. Αν θες μπορείς να κάνεις μια καλή αρχή με τις παρακάτω εικόνες...

Free Image Hosting at www.ImageShack.us Free Image Hosting at www.ImageShack.us

...πριν καταλήξεις στο επίσημο φόρουμ της ταινίας που είναι εξαιρετικά κατατοπιστικό.


_______________________________________
Στα πλαίσια του φεστιβάλ είδα επίσης τα:
--------------------------------------------------------
21ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου
-L' Âge d'or
-Gilda
-Peter Ibbetson
-Blonde Venus
_______________________________________

Saturday, October 11, 2008

Gilda (1946)

4 χρόνια μετά την κυκλοφορία της Casablanca, εν μέσω μιας από τις δημιουργικότερες δεκαετίες του "χρυσού" κινηματογράφου, η Columpia Pictures, αποφασίζει να ζωντανέψει στο πανί, το δικό της ιδιότυπο ερωτικό τρίγωνο, με την Rita Hayworth να συνδέεται με έναν ειρωνικό τρόπο, σχεδόν αυτοκαταστροφικά, με τον ρόλο που έμελλε να αποτελέσει σήμα κατατεθέν της, λίγο πριν την τελική μεταμόρφωσή της από τον Orson Welles, και τους ανερχόμενους τότε George Macready και Glen ford.

Στην περίπτωση της Gilda όμως, το στήσιμο της ταινίας θυμίζει κάτι πιο αρχέγονο, σχεδόν αγγίζει τις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες. Η πλοκή κινείται από συναισθήματα που φαινομενικά δεν αρμόζουν στις περιστάσεις. Το μίσος φαντάζει αρκετό για να ενθουσιάσει, κι η αγάπη χάνεται στα υπονοούμενα πίσω από εκνευρισμένους διαλόγους. Τα πρόσωπα αποτελούν μόνο μία όψη των πολύπλευρων, και εξαιρετικά σχεδιασμένων χαρακτήρων, και όπως τα φώτα δημιουργούν και διώχνουν τις σκιές από αυτά, το ίδιο αβίαστα ξεδιπλώνεται η διπλωματική ηθογραφία των ηρώων, που είναι πολύ δυναμικοί για να συνυπάρξουν, αλλά και πολύ "άδειοι" όταν αποχωρίζονται ο ένας τον άλλον.

Από την αρχή της ταινίας γίνεται κατανοητό ότι ένα παιχνίδι είναι στα σκαριά, κι ακόμα κι αν ο κάθε χαρακτήρας-πιόνι θέλει να πιστεύει ότι παίζει με τους δικούς του κανόνες, με τις πρώτες συναισθηματικές απώλειες αρχίζουν να ξεγυμνώνονται τα σχέδια που η τύχη και οι συγκυρίες πλέκουν, και φαινομενικά απειλούν την ακεραιότητα και των τριών βασικών χαρακτήρων.



Χωρισμένη σε σκηνές που οδηγούνται σταθερά προς μια κορύφωση, με τα συναισθήματα να συσσωρεύονται εσωτερικά, και τις λέξεις να συνοδεύονται από διττά φιλοσοφήματα, όλο το πρώτο κομμάτι της ταινίας αποτελεί μια ενθουσιώδη, οργασμική και χωρίς προφυλάξεις εξαπόλυση υποκριτικών δηλώσεων, που μακροπρόθεσμα θα ανοίξει περισσότερο τις πληγές του παρελθόντος, θα κάνει τα απωθημένα ακαταμάχητα, και την σταθερότητα του μέλλοντος αμφίβολη.

Μέσα σ'αυτό το κλίμα κινούνται και οι τραγικές μορφές των ηρώων, φαινομενικά απαγκιστρωμένες από το παρελθόν, προς αναζήτηση μιας καινούργιας αρχής. Αν στην Casablanca όμως το ερωτικό τρίγωνο δημιουργήθηκε τυχαία (ή μοιραία), στη Gilda, η κάθε κορυφή είχε το δικό της μερίδιο ευθύνης για το προσωρινό ταίριασμα, μέχρι την τελική ρίξη, οπότε και απελευθερώνονται όλα τα καταπιεσμένα συναισθήματα σε ένα κυκεώνα από κρυφές επιθυμίες και απωθημένα, που ανάγουν την ερωτική ιστορία σε θρίλερ, όσο η εξιλέωση, η εκδίκηση και η λύτρωση μοιάζουν αδύνατο να ξεχωρίσουν η μία από την άλλη.

Παρελθόν, παρόν και μέλλον, τρία πρόσωπα αρραγώς συνδεδεμένα κι όμως καταδικασμένα να παραμένουν αταίριαστα, σύμβολα των διαφορετικών επιθυμιών. Στο προσκήνιο όλων μία γυναίκα. Μια γυναίκα που θα καταστραφεί για να δει το μίσος να πεθαίνει μαζί της, μια γυναίκα που θα καταστρέψει για να δει την ίδια την αγάπη να πληγώνεται. Η Gilda...όλες οι γυναίκες....και καμία!

Put the blame on mame....



_______________________________________
Στα πλαίσια του φεστιβάλ είδα επίσης τα:
--------------------------------------------------------
21ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου
-L' Âge d'or
-Primer
-Peter Ibbetson
-Blonde Venus
_______________________________________

Friday, October 10, 2008

21ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου

Το έχω δηλώσει ξανά, αλλά το γράφω πρώτη φορά, το Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, είναι μακράν το αγαπημένο μου φεστιβάλ. Όχι μόνο γιατί ασχολείται με τον ευρωπαϊκο κινηματογράφο που με συναρπάζει όσο κανένας άλλος, αλλά κι επειδή παρουσιάζει μια εύστοχα επικλεκτική ματιά, στις ταινίες που θεμελίωσαν ρεύματα, τάσεις, θεματικούς και τεχνικούς άξονες ακόμα και τον ίδιο τον κινηματογράφο σαν τέχνη. Φεστιβάλ σαν κι αυτό, έκαναν δυνατή την καθιέρωση των αγαπημένων -καλοκαιρινών κυρίως- επανεκδόσεων των κλασσικών αγαπημένων ταινίων.

Φυσικά το πρόγραμμα δεν περιορίζεται στον κλασσικό κινηματογράφο, και μάλιστα περιλαμβάνει κι αρκετές πρεμιέρες κι εκτός του διαγωνιστικού του τμήματος. Για το πλήρες πρόγραμμα ρίξε μια ματιά εδώ. Έχε ειδικότερα το νου σου στις κατηγορίες "Σεξ και Έρωτας" και "Δεύτερη Ευκαιρία", καθώς και στο αφιερώμα στον Ken Loach ανάμεσα στ' άλλα.

Την φανταστική αρχή έκανα με την Χρυσή Εποχή του πολυαγαπημένου μου Luis Buñuel, και την σαγηνευτική Gilda με τον χαρακτηριστικότερο ρόλο της Rita Hayworth (για Buñuel δες παρακάτω, η Gilda έρχεται προσεχώς). Αν το επιτρέψει η τσέπη μου (τα διαρκείας αποτελούν μεγάλο δέλεαρ) θα συνεχίσω με καθημερινές προβολές, μιας και φέτος το πρόγραμμα είναι εκπληκτικά γεμάτο, και φυσικά θα προσπαθήσω να παρουσιάζω τις απόψεις μου την επομένη κάθε προβολής.


Ευκαιριακά, να αναφέρω ότι το αφιέωμα στον Almodόvar θα συνεχιστεί από Νοέμβρη, για να έχω το χρόνο να το κάνω όπως πρέπει.

Καλές Προβολές!

_______________________________________
Στα πλαίσια του φεστιβάλ είδα επίσης τα:
--------------------------------------------------------
-L' Âge d'or
-Gilda
-Primer
-Peter Ibbetson
-Blonde Venus
_______________________________________

L' Âge d'or (1930)

Κάθε φορά που ξεκινώ μια ταινία του Buñuel, μου παίρνει ώρα μέχρι να ξεπεράσω την ανάγκη μου για "οδηγίες χρήσης".Ανάμεσα στον σουρρεαλισμό, τον συμβολισμό και την τέχνη για χάρη της τέχνης, τα όρια είναι δυσδιάκριτα και ο Buñuel περνάει δεξιοτεχνικά από το ένα στο άλλο, αφήνοντας τον θεατή έρμαιο των συγκυριακών ερμηνειών του.

Ομολογώ όμως ότι προς μεγάλη εκπληξή μου, η Χρυσή Εποχή, η δεύτερη και τελευταία ταινία που έγραψε ο Buñuel μαζί με τον Salvador Dalí, μου φάνηκε πιο εύκολη στην ανάγνωσή της, κυρίως ως προς τον διαχωρισμό των σεναριακών προθέσεων, και έπειτα στην ερμηνεία των συμβολισμών. Διατηρεί άλλωστε μεγαλύτερη συνοχή στην εναλλαγή των σκηνών, κάτι που βοηθά στην παγίωση της προσπάθειας συρραφής μιας εννιαίας πλοκής.

Αν και συνήθως στις ταινίες του μεγάλου Ισπανού δημιουργού, οι ιστορικές παραπομπές μπλέκονται με τα καλλιτεχνικά ρεύματα, και οπτικοποιούνται σε προκλητικές εικόνες, στην προκειμένη περίπτωση, ο εδραιωμένος εξ' αρχής χρονικός άξονας σε συνδυασμό με την σχεδόν γραμμική αφήγηση και τις λίγες συμβολικές παρεκτροπές, παρουσιάζει εξόφθαλμα μια καθολικότερη ιστορία, χωρίς να κρύβεται πίσω από αυτή.

Μία συνεχής ταξική διαμάχη εξελίσσεται παράλληλα με κάθε κοινωνική δραστηριότητα, με βασικό άξονα την λαχτάρα, και ορισμένες φορές λαγνεία, για αξίες όπως η αγάπη, ο θαυμασμός, η ικανοποίηση, η εξουσία, η τελική επικράτηση. Με διαστρεβλωμένες βιβλικές -περισσότερο μεσσιανικές εμπνευσμένες- αναφορές, η απαξίωση του κράτους της εκκλησίας είναι έκδηλη, την ίδια στιγμή που ο συνδυασμός των παραπάνω, οδηγεί σε μία συναισθηματική νέκρωση και κοινωνική απάθεια, που εκτονώνεται με αδιαφορία και ξεσπάσματα οργής από τους αντιπροσωπευτικούς ήρωες.



Σε τελική ανάλυση την φχαριστήθηκα όπως κάθε ταινία του αγαπημένου Ισπανού σκηνοθέτη,πάντως αν και διαρκεί 4 φορές όσο ο Ανδαλουσιανός Σκύλος, η τελευταία παραμένει αγαπημένη μου, και κλείνει πολύ περισσότερους συμβολισμούς και παραβολικά επηρεασμένες σουρεαλιστικές εικόνες, που δύσκολα ξεπερνιέται. Βέβαια έχω αρκετό Buñuel ακόμα να δω μέχρι να μπορώ να μιλάω για απόλυτα αγαπημένη ταινία του.


_______________________________________
Στα πλαίσια του φεστιβάλ είδα επίσης τα:
--------------------------------------------------------
21ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου
-Gilda
-Primer
-Peter Ibbetson
-Blonde Venus
_______________________________________

Thursday, October 09, 2008

Destricted (2006)

Από πέρισυ το είχα στην άκρη το εν λόγω project, και την προηγούμενη εβδομάδα είπα να του δώσω επιτέλους την ευκαιρία, μιας και τα τρεχάματα και οι αναποδιές της περιόδου με είχαν βάλει σε μια διάθεση "fuck everything".

Για να σε βάλω κι εσένα στο κλίμα, πριν από δύο χρόνια μαζεύτηκαν 7 "εναλλακτικοί" σκηνοθέτες, και αποφάσισαν να δημιουργήσουν μία ταινία, που αποτελείται από μικρότερες ατομικές μικρού μήκους ταινίες αντίστοιχα, κάτω από το θέμα "Σεξ και κινηματογράφος:πού τελειώνουν τα όρια της τέχνης και πού αρχίζει η διαστροφική ηδονοβλεψία".

Με την πρώτη ματιά, υπάρχει ο κίνδυνος να εκνευριστείς από την μερική ηλιθιότητα στις δημιουργικές επιλογές μερικών σκηνοθετών, αλλά με μια δευτερη σκέψη συνειδητοποιείς πόσο έξυπνα, τα υποσύνολα της κάθε ταινίας, ενώνονται επιτυχώς στο τελικό φίλμ, για να καλύψουν όλο το εύρος των ορίων της τέχνης, καθώς και ό,τι ξεπερνάει τα όρια αυτά. Μεγαλύτερο ατού του συνολικού εγχειρήματος, είναι αφ' ενός μερικές γαργαλιστικά εθιστικές λεπτομέριες σεξουαλικής φύσης, που ίσως σταθούν ώς το αρχικό κίνητρο για να τις δεις, αφ' ετέρου ομως, είναι εκπληκτικό τα ερωτήματα που αίρει, και οι ορίζοντες για ατελείωτες συζητήσεις και διαμάχες που ανοίγει.

Ειδικότερα για κάθε μία μπορώ να συνοψίσω τα εξής:

Marina Abramovic _ Balkan Erotic Epic

Βαλκανικές (υποτιθέμενες ελπίζω) παραδόσεις και έθιμα, σεξουαλικής φύσεως, δοσμένα με μία σοβαροφάνεια που σε προκαλεί να την πάρεις στ'αστεία, αλλά με μια άκρως γήινη φωτογραφία, που σε συνδυασμό με την γυμνή σάρκα και μερικά ευφάνταστα σχέδια, αποτελούν σίγουρα τα 13 πιο διασκεδαστικά λεπτά της ταινίας. κρίμα που η δημιουργός τα τελευταία χρόνια αναμοχλεύει τα ίδια θέματα με έμπνευση την ταινία αυτή. Περιμένουμε την επόμενη ολοκληρωμένη δουλειά της μιας και αποτελεί αναμφισβήτητα μια πολλά υποσχόμενη δημιουργό.

Sam Taylor Wood _ Death Valley

Το πρώτο ρηχό κομμάτι της ταινίας. Ακόμα κι αν από τον τίτλο ερμηνεύσουμε την 8λεπτη σκηνή αυνανισμού, τότε το νόημα που προκύπτει εξακολουθεί να είναι πολύ "εύκολο".

Matthew Barney _ Hoist

Μακράν το καλλιτεχνικότερο κομμάτι της ταινίας. Όπως και με τον Cremaster Cycle έτσι κι εδώ, ο Barney χτίζει πρώτα το αλφάβητο επικοινωνίας με τις εικόνες, και μόνο λίγο πριν το τέλος του αποσπάσματος, ξεκινούν τα αποτυπωμένα στη μνήμη ενσταντανε να αποκτούν νόημα. Με φανταστική φωτογραφία στην φαντασίωση του έρωτα ενός άνδρα με μία μηχανή, και εναλλαγές σε πιο αιχμηρά κάδρα κατά την προετοιμασία της ιεροτελεστίας του έρωτα, προκαλεί, δημιουργεί καλλιτεχνήματα, και κερδίζει για άλλη μια φορά τον σεβασμό μας, υποστηρίζοντας επαρκώς τον τίτλο του εναλλακτικου-καλτ-παρανοϊκού δημιουργού που τον έχει χαρακτηρίσει.

Richard Prince _ House Call

Βάλε στο βίντο μια φθαρμένη (από το πολύ "παίξιμο") βιντεοκασσέττα (!) της αγαπημένης σου τσόντας, πάρε μια φθηνή φωτογραφική μηχανή, και τράβα σε βίντεο ό,τι παίζει η οθόνη, και στο Destricted II μπορεί να είσαι στην θέση του Richard Prince με το δικό σου segment. Neeext....

Larry Clark _ Impaled

Το 37λεπτο segment του Clark θα μπορούσε να χαρακτηριστεί απλώς ως "Ken Park - The sex Auditions". Προκύπτουν αρκετά από τις δηλώσεις των μελλοντικών amateur πορνοστάρ, αλλά εδώ φαίνεται έντονα η απουσία του ιδιοφυούς σε κάτι τέτοια Harmony Korine, στο σενάριο. (κι επειδή θα σκάσω αν δεν το πω...περίμενε κάτι "σπέσιαλ" από Korine προσεχώς....)

Marco Brambilla _ Sync

Το ιδιοφυέστερο, προσωπικά αγαπημένο, κι ίσως το καλύτερο κομμάτι της ταινίας, που καταφέρνει μέσα σε 2 μόλις λεπτά, να συγκεντρώσει καρέ από δεκαδες τσόντες (κι όχι μόνο), σε μία εννιαία (in sync) σκηνή, που καταρρίπτει τα πρόσωπα, απελευθερώνει την ηδονή, και σε βουτάει και σε ρίχνει στον κλιμακωτό και πολύ πετυχημένα μουσικώς συνοδευόμενο οργασμό που εξελίσσεται επί της οθόνης. Κρίμα για το μικρό σκηνοθετικά ιστορικό του Brambilla, που προς έκπληξη μου συνειδητοποίησα ότι έχω παρακολουθήσει, χωρίς να ξέρω ότι οι αντίστοιχες δουλειές ανήκουν στον ίδιο σκηνοθέτη.

Gaspar Noé _ We Fuck Alone

Κατ'αρχάς να δηλώσω ότι σιχάθηκα τον Noé μετά το Irréversible (2002), που προσωπικά το θεωρώ αποτυχημένο από κάθε άποψη. Εν προκειμένω το We Fuck Alone, αν το δεις με αναμμένα φώτα και ξεπεράσεις τα ενοχλητικά οπτικά εφέ (strobing), είναι το πιο πλούσιο συναισθηματικά απόσπασμα της ταινίας, εξαιρετικά ουμανιστικό από την σκοπιά της αποξένωσης, και απόλυτα πετυχημένο και εξ' ου το ιδανικότερο φινάλε της ταινίας (σε μερικές εκδόσεις βέβαια εμφανίζεται στη μέση της ταινίας).

Δες την ταινία, κι ακόμα κι αν δεν σ'αρέσει συνολικά, σίγουρα ανάμεσα στα segments θα βρεις κάτι που θα σ'ικανοποιήσει.Κι αν συμφωνείς ότι σηκώνει μεγάλη συζήτηση, έλα από τα σχόλια να τα πούμε.

Wednesday, October 01, 2008

Metropolis (1927)

Πολλές φορές βρίσκομαι σε παρέες και μιλάω για τον αγαπημένο μου κινηματογράφο, που δεν είναι άλλος από τον κλασσικό κινηματογράφο των πρώτων δεκαετιών του περασμένου αιώνα. Στην έκπληξη και την απορία που αίρει πάντα η δήλωση μου αυτή, έρχεται μια πληθώρα από ταινίες αριστουργήματα, σαν απάντηση και υπεράσπιση της υπεροχής του τότε κινηματογράφου.

Το Metropolis του Fritz Lang, είναι ένα από τα πιο λαμπρά παραδείγματα διαχρονικού αριστουργήματος, που έσκασε σαν δημιουργική βόμβα την περίοδο που το σινεμά ανακάλυπτε ακόμα την ίδια του την υπόσταση και διαμόρφωνε τις οπτικοακουστικές μορφές του, η θεματολογία ήταν περιορισμένη αλλά η όρεξη για εξερεύνηση και αποτύπωση της απόλυτης έμπνευσης στο πανί ήταν ακόρεστη, τα ειδικά εφέ δεν ήταν αναγκαιότητα αλλά επιλογή, και μάλιστα όχι εύκολη δεδομένης της τεχνικής ανωριμότητας, που άφηνε χώρο σε ιδιοφυή τεχνάσματα. Μιά περίοδος που το κοινό αν και συντηρητικότερο του αντίστοιχου σημερινού, δέχθηκε πιο εύκολα ακραίες καλλιτεχνικές δημιουργίες, που ξεπέρασαν την ανθρώπινη φαντασία και τους έφεραν αντιμέτωπους με έναν νέο κόσμο, γεμάτο συμβολισμούς και υπερβολές, που μέσα από την εμπνευσμένη ματιά των ανεπηρέαστων και πρωτοπόρων δημιουργών, ερχόταν να γίνει ένα με τον πραγματικό, σε σημείο που το αληθινό με το ψεύτικο ούτε ξεχώριζαν, ούτε είχε σημασία να ξεχωρίσουν.

Με την βιομηχανική επανάσταση να έχει καθιερώσει πάγια, νέες μηχανικές κυριαρχίες, και την ανθρώπινη αδυναμία που εξουσιάζει, αντλώντας δύναμη από τις κυριαρχίες αυτές, η Metropolis, γίνεται μια διαχρονική κόλαση,όπου ο άνθρωπος πέφτει θύμα του ίδιου του του δημιουργήματος, με τον ίδιο τρόπο που ένας ερωτευμένος κατατρώγεται από μία αγάπη χωρίς απόκρισμα, με τον ίδιο τρόπο που ο γονιός, χάνεται στην ίδια του την ταυτότητα και μαζί χάνει και το παιδί του.

Η συνειδητοποίηση των καλολαδωμένων συναισθημάτων που έρχονται και φεύγουν μηχανικά μέσα από περίεργες εφευρέσεις που δείχνουν να μην χρησιμεύουν σε τίποτα, οι εγκλωβισμένες σε στατικά πλάνα ανθρώπινες σχέσεις που καταφέρνουν να εξελιχθούν μόνο όταν ξεδιπλώνονται βίαια προς την καταστροφή τους, ο διαχωρισμός των μετώπων με τις σκηνές παράλληλης δράσης, οι συνδυασμοί προσώπων-σύμβολων του καλού και του κακού μέχρι την τελική τριγωνική εξισορρόπησή τους με την είσοδο του απαραίτητου διαμεσολαβητή-μεσσία, οι βιβλικές αναφορές-επιρροές μέσα από σουρεαλιστικές οπτασίες και μέσα από εξ' ολοκλήρου δανεικές συνέχειες, η γνώση των χαμένων φιλμ που περιείχαν πάνω από το 1/4 της αρχικής ταινίας*, και η αναγκαστική -αλλά άκρως καλλιτεχνικά βολική- καταδίκη των προσώπων, σε βουβές υποκριτικές κραυγές, συνθέτουν τους βασικούς άξονες τις ταινίας που δρουν -ειρωνικά- σαν μια άρτια μηχανή καλλιτεχνικής τελειότητας που στιγματίζει ανεξίτηλα τον θεατή με προιόντα διαχρονικής σκέψης και σκεπτικισμού, για τα πραγματικά γρανάζια που κάνουν τον κόσμο αυτό να γυρίζει.



Κι αν όλα αυτά ακούγονται χαώδη, είναι γιατί η Metropolis απλώνεται σε πολλαπλά επίπεδα, στον ήδη διογκωμένο χώρο ο οποίος την καθορίζει. Πρακτικά όμως, οι επεξηγηματικές συνέχειες και τα κατατοπιστικά commentary των τελευταίων εκδόσεων, κάνουν προσιτή την κατανόηση κάθε πτυχής αυτής της τόσο σύγχρονα αυτοκαταστροφικής χαούπολης, και διαιωνίζουν τα ιδανικά της καλλιτεχνικής δημιουργίας της που ταυτίστηκαν με τα πρωταρχικά αξιώματα της 7ης τέχνης, και επισημαίνουν μέχρι και σήμερα την αναγκαιότητα επιστροφής της τέχνης, σε αυτόν τον πρωτόγνωρο και παρθενικά πλούσιο κινηματογράφο.

*Το καλοκαίρι που μας πέρασε, σύμφωνα με δημοσιεύματα, βρέθηκε μία αυθεντική κόπια της ταινίας, που περιλαμβάνει το σύνολο των σκηνών της πρωτότυπης έκδοσης, κι ίσως μέσα στο 2009, να απολαύσουμε το αριστούργημα αυτό όπως το ονειρεύτηκε και το υλοποίησε αρχικά ο δημιουργός του, Fritz Lang. Μέχρι τότε απολαμβάνουμε την πιο κάλτ έκδοσή του με τις επεξηγηματικές παρεμβατικές καρτέλες και δεν παραπονιόμαστε καθόλου. Άντε να παίρνουν σειρά κι άλλα τέτοια "χαμένα διαμάντια"...

ΥΓ. είναι κρίμα που συνεχίζω κι εγώ την παράδοση που θέλει με κάθε κριτική της ταινίας να αναφέρεται και το γεγονός ότι αποτελούσε την αγαπημένη ταινία του Hitler, αλλά ακόμα κι αν υπάρχουν πολλοί σημαντικότεροι λόγοι για να την δεις, αυτό, παραμένει ένα ενδιαφέρον trivial στοιχείο.