Τον τελευταίο χρόνο ο κινηματογράφος αποτελεί καθημερινή συνήθειά μου. Παρ' όλα αυτά, υπήρξαν κάποιες περίοδοι που λόγω χρόνου, κυρίως, έχασα κάποιες απο τις φετινές επιτυχημένες ταινίες. Τώρα πλέον που η εξεταστική με εγκλωβίζει σπίτι, έχω την όρεξη, τελείως ανεπηρέαστος, με τις κριτικές των άλλων να έχουν ξεχαστεί μέσα μου, να δω ό,τι έχασα. Το καλό είναι ότι αν και στενοχωριέμαι που δεν τις είδα στη μεγάλη οθόνη, η ουσία παραμένει ότι μιλάμε για ταινίες που αξίζουν.
Και σ' αυτή την κατηγορία ανήκει και η "In Bruges", η οποία από το πρώτο πλάνο με εγκλώβισε στον ρυθμό και την ατμόσφαιρά της. Μου πέταξε ωμά τα στοιχεία της που θα συνόδευαν την πλοκή και με άφησε να εθιστώ σ' αυτά χωρίς περιθώρια επιλογής.
Το είδος της αποτελεί μια αναζήτηση από μόνο του, με έντονα στοιχεία μαύρης κωμωδίας, εμπλουτισμένης με το καθολικό "αγγλικό χιούμορ" και τις "μεγαλοβρετανικές" διαφοροποιήσεις του, μετριασμένες δόσεις από βίαια ξεσπάσματα, παρασκηνιακές δραματικότητες, και ονειρικές αλληλουχίες που ανάγουν την Bruges στο ιδανικά ακατάλληλο σκηνικό της αιματηρής πλοκής. Εκεί άλλωστε βασίζεται και η ειρωνεία της μαύρης κωμωδίας, που δεν σταματά σε καταστάσεις, ανθρώπους και εθνικότητες, αλλά αντιθέτως καταντά απενεχοποιημένα καυστική και ρατσιστική, σε σημείο που οι διακρίσεις της σάρκας, κι ο ίδιος ο θάνατος, είναι αντικείμενα περίγελου. Το παιχνίδι με την έννοια του ονείρου άλλωστε καταντά να σκεπάζει τα γεγονότα με ένα παραμυθένιο πέπλο, που μοιάζουν αποκυήματα της φαντασίας ενός συγγραφέα, ή αποτύπωση της αποτρόπαια διαπεραστικής δημιουργικότητας ενός μεσαιωνικού ζωγράφου.
Οι αντιθέσεις συνεχίζονται και στο καστ, με το δίδυμο Gleeson-Farrell να αποδίδει εξαιρετικά σε κάθε δευτερόλεπτο της κοινής (ή όχι) εμφάνισης του, (ενδεχομένως οι ερμηνείες να αποτελούν και την μεγαλύτερη επιτυχία της ταινίας με τον Farrell πρώτη φορά σε έναν τόσο σκοτεινά κωμικό ρόλο που για μένα, αποτελεί αναμφισβήτητα τον καλύτερο ρόλο της καριέρας του-δεν χορταίνουμε, θέλουμε κι άλλο). Το απολαυστικό της υπόθεσης όμως είναι ότι οι περσόνες τους μοιάζουν αντιδιαμετρικά αντίθετες. αυτό γεμίζει ευχάριστα τους αργούς (άλλα άκρως ταιριαστούς) ρυθμούς της ταινίας, και προωθεί ακόμα περισσότερο την ιδέα ότι η κόλαση κι ο παράδεισος ενώνονται σε ένα ενδιάμεσο μέρος, κι είναι στο χέρι του καθενός μας να αποφασίσουμε ποιά πλευρά μας ταιριάζει.
Ο σκηνοθέτης της Martin McDonagh, παίζει ριψοκίνδυνα με τις παύσεις των θεματικών μοτίβων και της περιστατικής κωμωδίας που καλύπτει την πραγματική πλοκή, αλλά είναι τόσο αντιδραστικά πρωτότυπος, που την μοναδική στιγμή που φαίνεται ότι πάει να εξαντληθεί, παρουσιάζει από το πουθενά τον Ralph Fiennes, και δίνει έναν ολοκαίνουργιο αέρα στην ταινία. Το αυστηρά καλό και το αυστηρά κακό, μπερδεύονται ακόμα περισσότερο, και οι όψεις των ιδεών ξεφεύγουν από τα αιώνια ζεύγη του θετικού και του αρνητικού. Ο Fiennes έρχεται να αναιρέσει και να μετατρέψει σε τρίγωνο κάθε ισορροπημένη τραμπάλα-ανάμεσα-σε-δύο που είχε παρουσιαστεί. Τα ενδιάμεσα στοιχεία γίνονται κυρίαρχα, οι καλές πράξεις βρίσκουν την ανταμοιβή τους και οι κακές την τιμωρία τους, μέχρι της σύστασης μιας ιερής τριάδας, που όσο διαφορετική κι αν μοιάζει, καταλήγει να αποτελεί τις τρεις διαφορετικές όψεις (ή χρονικές συνέχειες) του ίδιου ανθρώπου.
Το ίδιο ισοπεδωτικά όμως ερχόμαστε σαν θεατές να εξισώσουμε κάθε πρόσωπο που παρουσιάζεται, σε ένα καθολικό και αδιάσπαστο σκοπό. Ενδεχομένως αυτός να είναι κι ο λόγος που μας παρουσιάζονται όλοι τόσο βολικά αντίθετοι μεταξύ τους, ώστε στο τέλος οι ομοιότητες που έμοιαζαν ειρωνικές μέσα από όλα τα ρατσιστικά σχόλια, να καταντούν εξόφθαλμες. Μέσα από αυτήν της εξίσωση το κακό κάρμα ανακυκλώνεται και η τιμωρία καταντά λυτρωτική για όλους, ανεξαιρέτως(Ή μήπως όχι;).
Κόλαση και Παράδεισος, παραμύθια και πραγματικότητα, αθωότητα και βία, ελπίδα και καταδίκη, όλα ίδια κι όλα διαφορετικά, κομμάτια του ίδιου κομματιού, περιμένουν εσένα να τους δώσεις το νοημά σου. Οι αναγωστικές γραμμές της ταινίας πάντως παραμένουν ευκολές, πλούσιες και διασκεδαστικές, αλλά τα συμπεράσματα προσφέρονται με πληθώρα διαφορετικών εκδοχών. Δες την και μου λες.
ΥΓ 1. Μήπως να ετοιμάζουμε βαλίτσες για Βέλγιο; Μετά από τέτοια μαγευτική φωτογραφία, η ατμόσφαιρα της Bruges γίνεται εγκλωβιστική, μα τόσο ελκυστική.
ΥΓ 2. Με την πρώτη του μικρού μήκους ταινία (Six Shooter) ο Martin McDonagh, κέρδισε το πρώτο του όσκαρ. Με την In Bruges να αποτελεί την πρώτη του μεγάλου μήκους, αναβίωσε το νέο κύμα του βρετανικού κινηματογράφου, και παρόλο που ακροβατεί στις γραμμές των μαύρων κωμωδιών του Guy Richie, δεν γίνεται παρά να αναγνωρίσουμε ότι τον ξεπερνά τόσο δεξιοτεχνικά, δημιουργώντας το δικό του προσωπικό είδος. Περιμένω με εξαιρετική αγωνία και ανυπομονησία την συνέχεια.
Και σ' αυτή την κατηγορία ανήκει και η "In Bruges", η οποία από το πρώτο πλάνο με εγκλώβισε στον ρυθμό και την ατμόσφαιρά της. Μου πέταξε ωμά τα στοιχεία της που θα συνόδευαν την πλοκή και με άφησε να εθιστώ σ' αυτά χωρίς περιθώρια επιλογής.
Το είδος της αποτελεί μια αναζήτηση από μόνο του, με έντονα στοιχεία μαύρης κωμωδίας, εμπλουτισμένης με το καθολικό "αγγλικό χιούμορ" και τις "μεγαλοβρετανικές" διαφοροποιήσεις του, μετριασμένες δόσεις από βίαια ξεσπάσματα, παρασκηνιακές δραματικότητες, και ονειρικές αλληλουχίες που ανάγουν την Bruges στο ιδανικά ακατάλληλο σκηνικό της αιματηρής πλοκής. Εκεί άλλωστε βασίζεται και η ειρωνεία της μαύρης κωμωδίας, που δεν σταματά σε καταστάσεις, ανθρώπους και εθνικότητες, αλλά αντιθέτως καταντά απενεχοποιημένα καυστική και ρατσιστική, σε σημείο που οι διακρίσεις της σάρκας, κι ο ίδιος ο θάνατος, είναι αντικείμενα περίγελου. Το παιχνίδι με την έννοια του ονείρου άλλωστε καταντά να σκεπάζει τα γεγονότα με ένα παραμυθένιο πέπλο, που μοιάζουν αποκυήματα της φαντασίας ενός συγγραφέα, ή αποτύπωση της αποτρόπαια διαπεραστικής δημιουργικότητας ενός μεσαιωνικού ζωγράφου.
Οι αντιθέσεις συνεχίζονται και στο καστ, με το δίδυμο Gleeson-Farrell να αποδίδει εξαιρετικά σε κάθε δευτερόλεπτο της κοινής (ή όχι) εμφάνισης του, (ενδεχομένως οι ερμηνείες να αποτελούν και την μεγαλύτερη επιτυχία της ταινίας με τον Farrell πρώτη φορά σε έναν τόσο σκοτεινά κωμικό ρόλο που για μένα, αποτελεί αναμφισβήτητα τον καλύτερο ρόλο της καριέρας του-δεν χορταίνουμε, θέλουμε κι άλλο). Το απολαυστικό της υπόθεσης όμως είναι ότι οι περσόνες τους μοιάζουν αντιδιαμετρικά αντίθετες. αυτό γεμίζει ευχάριστα τους αργούς (άλλα άκρως ταιριαστούς) ρυθμούς της ταινίας, και προωθεί ακόμα περισσότερο την ιδέα ότι η κόλαση κι ο παράδεισος ενώνονται σε ένα ενδιάμεσο μέρος, κι είναι στο χέρι του καθενός μας να αποφασίσουμε ποιά πλευρά μας ταιριάζει.
Ο σκηνοθέτης της Martin McDonagh, παίζει ριψοκίνδυνα με τις παύσεις των θεματικών μοτίβων και της περιστατικής κωμωδίας που καλύπτει την πραγματική πλοκή, αλλά είναι τόσο αντιδραστικά πρωτότυπος, που την μοναδική στιγμή που φαίνεται ότι πάει να εξαντληθεί, παρουσιάζει από το πουθενά τον Ralph Fiennes, και δίνει έναν ολοκαίνουργιο αέρα στην ταινία. Το αυστηρά καλό και το αυστηρά κακό, μπερδεύονται ακόμα περισσότερο, και οι όψεις των ιδεών ξεφεύγουν από τα αιώνια ζεύγη του θετικού και του αρνητικού. Ο Fiennes έρχεται να αναιρέσει και να μετατρέψει σε τρίγωνο κάθε ισορροπημένη τραμπάλα-ανάμεσα-σε-δύο που είχε παρουσιαστεί. Τα ενδιάμεσα στοιχεία γίνονται κυρίαρχα, οι καλές πράξεις βρίσκουν την ανταμοιβή τους και οι κακές την τιμωρία τους, μέχρι της σύστασης μιας ιερής τριάδας, που όσο διαφορετική κι αν μοιάζει, καταλήγει να αποτελεί τις τρεις διαφορετικές όψεις (ή χρονικές συνέχειες) του ίδιου ανθρώπου.
Το ίδιο ισοπεδωτικά όμως ερχόμαστε σαν θεατές να εξισώσουμε κάθε πρόσωπο που παρουσιάζεται, σε ένα καθολικό και αδιάσπαστο σκοπό. Ενδεχομένως αυτός να είναι κι ο λόγος που μας παρουσιάζονται όλοι τόσο βολικά αντίθετοι μεταξύ τους, ώστε στο τέλος οι ομοιότητες που έμοιαζαν ειρωνικές μέσα από όλα τα ρατσιστικά σχόλια, να καταντούν εξόφθαλμες. Μέσα από αυτήν της εξίσωση το κακό κάρμα ανακυκλώνεται και η τιμωρία καταντά λυτρωτική για όλους, ανεξαιρέτως(Ή μήπως όχι;).
Κόλαση και Παράδεισος, παραμύθια και πραγματικότητα, αθωότητα και βία, ελπίδα και καταδίκη, όλα ίδια κι όλα διαφορετικά, κομμάτια του ίδιου κομματιού, περιμένουν εσένα να τους δώσεις το νοημά σου. Οι αναγωστικές γραμμές της ταινίας πάντως παραμένουν ευκολές, πλούσιες και διασκεδαστικές, αλλά τα συμπεράσματα προσφέρονται με πληθώρα διαφορετικών εκδοχών. Δες την και μου λες.
ΥΓ 1. Μήπως να ετοιμάζουμε βαλίτσες για Βέλγιο; Μετά από τέτοια μαγευτική φωτογραφία, η ατμόσφαιρα της Bruges γίνεται εγκλωβιστική, μα τόσο ελκυστική.
ΥΓ 2. Με την πρώτη του μικρού μήκους ταινία (Six Shooter) ο Martin McDonagh, κέρδισε το πρώτο του όσκαρ. Με την In Bruges να αποτελεί την πρώτη του μεγάλου μήκους, αναβίωσε το νέο κύμα του βρετανικού κινηματογράφου, και παρόλο που ακροβατεί στις γραμμές των μαύρων κωμωδιών του Guy Richie, δεν γίνεται παρά να αναγνωρίσουμε ότι τον ξεπερνά τόσο δεξιοτεχνικά, δημιουργώντας το δικό του προσωπικό είδος. Περιμένω με εξαιρετική αγωνία και ανυπομονησία την συνέχεια.
No comments:
Post a Comment