Ξεκίνησε σαν πρακτική σπουδή κινηματογράφου και κατέληξε να αποτελεί σταθμό καθώς και αρχή της σκηνοθετικής καριέρας του Andrei Tarkovsky. Βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Ernest Hemingway ξεχωρίζει με το έντονο noir στοιχείο του, και αναδεικνύει μέσα από τα πολυεπίπεδα κάδρα και τις ασπρόμαυρες σκιάσεις, τους βασικούς χαρακτήρες, που αν και περιορίζονται σε 18 λεπτά δράσης, αποκτούν σχεδόν αυτομάτως την διάσταση που τους αρμόζει.
Η πλοκή αρκείται σε 3 σκηνές, αλλά καταφέρνει να ξεδιπλωθεί με έναν μυστηριώδη τρόπο, καθώς αρκεί μια λέξη για να ξεκλειδώσουν τα κρυμμένα νοήματα, κι ένα βλέμμα για να απελευθερωθεί ο τρόμος της επερχόμενης τραγωδίας. Επιλεγμένες προσεχτικά κλείνουν επαρκώς στην μικρή διάρκειά τους, όλα τα συναισθήματα και τα επιχειρήματα των γεγονότων.Η απουσία του soundtrack άλλωστε απογυμνώνει κάθε φυσικό ήχο και γεμίζει τον χώρο με σιωπές που φορτίζουν την ατμόσφαιρα, την στιγμή που ένα μεγάλο ρολόι στον τοίχο, μετράει άνισα τον χρόνο.
Αυτό που κλέβει όμως την παράσταση των εντυπώσεων, είναι η κίνηση της κάμερας. Άλλοτε ακολουθεί τα περιστατικά κι άλλοτε παραμένει στάσιμη για να δώσει έμφαση στην δραματικότητα. Στιγμές ανοίγεται στον χώρο αφήνοντας το σκηνικό της αδυναμίας των αντιδράσεων να ξεδιπλωθεί ελεύθερα, και στιγμές εστιάζει στα πρόσωπα ή τα σώματα, για να εγκλωβίσει τους χαρακτήρες σε ένα καρέ, μέχρι να αφομοιώσουμε τις σκέψεις τους, την προέλευσή τους και τους πιθανούς προορισμούς τους.
Που να ήξεραν τότε οι 3 επίδοξοι φοιτητές σκηνοθεσίας, ότι μια εργασία τους θα κατέληγε να σταθεί ώς αυτόνομη ταινία μικρού μήκους, και ολοκληρωμένη ταινία φιλμ noir, σε βαθμό που δεν χάνει σε οποιαδήποτε σύγκριση με τις αυθεντίες του είδους.
Η πλοκή αρκείται σε 3 σκηνές, αλλά καταφέρνει να ξεδιπλωθεί με έναν μυστηριώδη τρόπο, καθώς αρκεί μια λέξη για να ξεκλειδώσουν τα κρυμμένα νοήματα, κι ένα βλέμμα για να απελευθερωθεί ο τρόμος της επερχόμενης τραγωδίας. Επιλεγμένες προσεχτικά κλείνουν επαρκώς στην μικρή διάρκειά τους, όλα τα συναισθήματα και τα επιχειρήματα των γεγονότων.Η απουσία του soundtrack άλλωστε απογυμνώνει κάθε φυσικό ήχο και γεμίζει τον χώρο με σιωπές που φορτίζουν την ατμόσφαιρα, την στιγμή που ένα μεγάλο ρολόι στον τοίχο, μετράει άνισα τον χρόνο.
Αυτό που κλέβει όμως την παράσταση των εντυπώσεων, είναι η κίνηση της κάμερας. Άλλοτε ακολουθεί τα περιστατικά κι άλλοτε παραμένει στάσιμη για να δώσει έμφαση στην δραματικότητα. Στιγμές ανοίγεται στον χώρο αφήνοντας το σκηνικό της αδυναμίας των αντιδράσεων να ξεδιπλωθεί ελεύθερα, και στιγμές εστιάζει στα πρόσωπα ή τα σώματα, για να εγκλωβίσει τους χαρακτήρες σε ένα καρέ, μέχρι να αφομοιώσουμε τις σκέψεις τους, την προέλευσή τους και τους πιθανούς προορισμούς τους.
Που να ήξεραν τότε οι 3 επίδοξοι φοιτητές σκηνοθεσίας, ότι μια εργασία τους θα κατέληγε να σταθεί ώς αυτόνομη ταινία μικρού μήκους, και ολοκληρωμένη ταινία φιλμ noir, σε βαθμό που δεν χάνει σε οποιαδήποτε σύγκριση με τις αυθεντίες του είδους.
No comments:
Post a Comment