Wednesday, May 28, 2008

Etz Limon - aka Lemon Tree(2008)

Σύνορα που μας ενώνουν αντί να μας χωρίζουν. Όρια που υπάρχουν για να καταλύονται. Όνειρα που πέφτουν σαν σάπια φρούτα στη γη, μόνο και μόνο για να γίνουν λίπασμα στους επόμενους καρπούς. Η φύση που προβλέπει για τα πάντα...κι όμως ο άνθρωπος βρίσκει τρόπους να ταράζει τις ισορροπίες.

Ταγμένη χωροταξικά ανάμεσα στις αιώνιες αναστατώσεις ισραηλινών-παλαιστίνιων, η "λεμονιά" παρουσιάζει συμβολικά, την δύναμη της ανθρώπινης ψυχής, και την ικανότητά της να ανασταίνεται και να αντέχει τα πάντα, ακόμα κι όταν βρεθεί τελείως μόνη απέναντι στην ζωή.

Τα σύμβολα μπορεί με την πάροδο του χρόνου να χάνονται, αλλά όταν πρόκειται για σύμβολα κληρονομιάς, το νόημα τους δεν ξεχνιέται ποτέ. Ξαφνικά ό,τι μας κρατά δεμένους σε ένα χαμένο παρελθόν, ανταμοίβοντας με ψίχουλα το παρόν, γίνεται το καταφύγιο των διαχρονικών οικογενειακών δεσμών, που δεν κερδίζονται στα χαρτιά, αλλά φωλιάζουν στα συναισθήματα. Κι αν το πρόσωπο της ηρωίδας μοιάζει παγωμένο, τα συναισθήματα το χρησιμοποιούν ως τον ιδανικό καμβά, και χωρίς κινήσεις αναδεικνύουν πότε τον πόνο και πότε την ανακούφιση, πάντα μέσα από τα ταλαιπωρημένα μάτια.



Βαθιά ουμανιστική, και έμμεσα συναισθηματοκεντρική, χάνεται στις διαφορές των ανθρώπων, που αποτελούν πιο ουσιαστικά τείχη από οποιαδήποτε πέτρα που χωρίζει τη γη, και συγχρόνως εξερευνά υποχθόνια τις ανθρώπινες ανάγκες που όταν μπλέξουν με την μοναξιά, ταυτίζονται άμεσα και δημιουργούν αόρατους δεσμούς που φέρνουν κατανόηση από μακριά.

Με το υπάρχον πολιτικό σκηνικό στο παρασκήνιο, εντυπωσιακά μεστές ερμηνείες, και άκρως ανθρώπινο σενάριο, ο Eran Riklis (του φανταστικού Syrian Bride) παραδίδει εκ νέου μαθήματα κοινωνικής ευαισθησίας, και οπτικοποιεί τις διάφορες μορφές της μοναξιάς άλλοτε άμεσα, κι άλλοτε ως παρατηρητής, όπως στέκονται τα δέντρα ανάμεσά μας.

"Τα δέντρα είναι σαν άνθρωποι"

ΥΓ. Το βραβείο κοινού που απέσπασε η ταινία στο φετινό Πανόραμα της Βερλινάλε, της εξασφάλισε διανομή σε πολλές χώρες, και για καλή μας τύχη η Ελλάδα είναι μία από αυτές.

Tuesday, May 27, 2008

Indiana Jones:Ένας ήρωας (ξανα)γεννιέται

Όταν κυκλοφόρησε ο πρώτος Indiana, οι γονείς μου ζούσαν τον πρώτο τους έρωτα, κι εγώ δεν υπήρχα ούτε σαν ιδέα. Στα χρόνια που καταλαβαίνω την ζωή μου, ο γοητευτικός προφέσορας με τα κρυφά μαστίγια, άραζε σε ανολοκλήρωτα σενάρια, και συνέχισε να κάνει τις στερεότυπες διαλέξεις του, μέχρι που και οι ίδιες οι παιδούλες που έλιωναν για την πάρτη του, έγιναν γυναίκες και ξέχασαν τους εφηβικούς τους έρωτες.

Ένα ολόκληρο χάσμα γενεών μετά, ο ήρωας που ωριμάζει σαν το καλό ουίσκι, επανέρχεται, μόνο και μόνο για να τον πάρω πρέφα σαν την είδηση της χρονιάς. Κάθομαι λοιπόν, με σεβασμό στην ιστορία του κινηματογράφου, να συμπληρώσω τις γρήγορες παιδικές μου ματιές στις 3 προηγούμενες περιπέτειες του Ίντι, ώστε να προετοιμαστώ κι εγώ κατάλληλα, γι'αυτό το κοσμο-ιστορικό comeback.

Μέσα σε τρεις μέρες, χώρεσε ο ενθουσιασμός ολόκληρου του θρύλου, και βρέθηκα στα ξαφνικά να ανυπομονώ για την νέα περιπέτεια. Κι αυτή βάσει του καλοφροντισμένου χρονοπρογραμματισμού μου δεν άργησε, και κατόρθωσα να απολαύσω μια τετραλογία με ρυθμό "μέρα και ταινία". Πώς να μην βγώ ενθουσιασμένος κι από την 4η;

Γιατί να με πειράξει το "ασθενικό σενάριο" όπως το αποκάλεσαν μερικοί, όταν η 2η δεν είχε καν σενάριο, κι όμως το παρέκαμψα. Γιατί να με πειράξουν οι γερασμένοι χαρακτήρες, όταν ούτως η άλλως η εικόνα της δεκαετίας του '80 καταδικάζει σε γηρατειά (στις περιπτώσεις των εφετζίδικων blockbuster μόνο) ακόμα και το παιδαρέλι τότε (και τραγική απουσία σήμερα), River Phoenix. Γιατί να με απογοητεύσει η ιδέα του family reunion, όταν η είσοδος του Sean - Jones Sr- Connery στην 3ή, έφερε ένα ολόκληρο καινούργιο βάθος στους χαρακτήρες των ταινιών, και αποτέλεσε το πιο διασκεδαστικό τους κομμάτι.



Αντιθέτως, φχαριστήθηκα τα περισσότερα από τα 124 λεπτά του "Κρυστάλλινου Κρανίου", έπιασα με άνεση τα υποννοούμενα σχετικά με τους προκατόχους του, προβληματίστηκα με τις τραγικές ειρωνείες της χρονικής κατάληξης, και συμπλήρωσα με ευχαρίστηση τα κενά που μεσολάβησαν στις 4 περιπέτειες, ενόσω προετοιμαζόμουν για τις πιθανές προοπτικές εξέλιξης του πιό ανθρώπινου υπέρ-ήρωα, που καθήλωσε ολόκληρες δεκαετίες ανθρώπων. Για να μην πω πόσο χάρηκα για την ιδανική αναλογία cgi-πραγματηκότητας, αν και ήμουν επιφυλακτικός στην αρχή.

Προς τι λοιπόν τότε η πίκρα για την επιστροφή του Jones; Μήπως κάθε sequel κλασσικής (και όχι μόνο) ταινίας, είναι συναισθηματικά καταδικασμένο; Γιατί η αγάπη για έναν ήρωα μένει εγκλωβισμένη στον χρόνο που εμφανίστηκε, και φοβόμαστε να την περάσουμε από εξελικτικά φίλτρα; Ίσως γιατί ο φόβος της αποτυχίας μάλλον είναι μεγαλύτερος σε εμάς παρά στους δημιουργούς του. Ίσως γιατί το σημάδι του στον χρόνο πρέπει να γίνεται σημείο, που καθορίζει ένα γεγονός, και κατέχει αδιάλλακτα εξέχουσα ιστορική θέση, παρά να επιχειρεί να μεταλλαχθεί σε ευθεία, που θα μεταφέρει συναισθήματα από το παρελθόν στο παρόν, με το ρίσκο να χαθεί κάπου στην απροσδιόριστη μετάβαση.

Όπως και να έχει δεν αδικώ καμιά άποψη, μπορείς να αφήσεις τον Indi εγκλωβισμένο σε χαμένες κιβωτούς, ή αν το επιλέξεις, να αφήσεις το ανήσυχο πνεύμα του να μπλέκεται σε καινούργιες περιπέτειες. Πάντως η ταινία από μόνη της, χωρίς το σούσουρο που σέρνει μαζί της, συνεχίζει επάξια τον θρύλο, και θεωρώ πως καθετί καινούργιο αντιστοιχεί σε στοιχεία των προηγούμενων. Από το χρονοντούλαπο που άφησε ανοιχτό πίσω του πάντως, ο Jones κέρδισε έναν καινούργιο φαν (σσ. εμένα :), που σέβεται την ιστορία του, αντιμετωπίζει με θαρρός το παρόν του (βλ. αντίστοιχο batman begins) και θα δεχτεί με χαρά οποιαδήποτε προσπάθεια συνέχισης του θρύλου.

Thursday, May 15, 2008

Mýrin - aka Jar City (2006)

Συνέχεια στην ισλανδική εμμονή μου, το Mýrin είναι ένα αστυνομικό θρίλερ που βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Arnaldur Indriðason. Γυρισμένο με ψυχρά φίλτρα, δημιουργεί μια αποστειρωμένη ατμόσφαιρα η οποία σε συνδυασμό με την εξωπραγματική φυσιογνωμία του ισλανδικού τοπίου, υποβάλει τον θεατή σε μια αφύσικη ψυχολογία. Με τον τρόπο αυτό ακολουθούμε στιγνά τους πρωταγωνιστές, καθώς κινούνται σε ματωμένα μονοπάτια, που κουβαλούν θαμμένα στο χρόνο μυστικά.

Τα στοιχεία της μπερδεμένης (κυρίως λόγω γλωσσικής και πολιτισμικής ταυτότητας) πλοκής, φανερώνονται καθώς συλλέγονται, σε μια αργή διαδικασία που εστιάζει περισσότερο στους αινιγματικούς δεσμούς των ηρώων. Οι οικογενειακές σχέσεις, αποκτούν μια περισσότερο μολυσμένη διάσταση, καθώς οι απαντήσεις στα ζωτικής σημασίας ερωτήματα, μοιάζουν να βρίσκονται στην καθολικότερη ένωση ενός ολόκληρου έθνους.

Οι λίγες στιγμές αποστασιοποίησης, αφήνουν να διαφανεί μια εξαιρετικά έμμεση αλλά και εύκολα εύστοχη ηθογραφία, μέχρι ένα νέο στοιχείο να μας τραβήξει ξανά μέσα στην ίδια την υπόθεση. Μέχρι το ισορροπημένο φινάλε όποιος καταφέρει να ενώσει τα στοιχεία, μπορεί λυτρωμένος από τα περιστατικά, να γεμίσει με τα συναισθήματα των πρωταγωνιστών που έρχονται για πρώτη φορά στο προσκήνιο, προσθέτοντας και το τελευταίο στάδιο αυτής της κομματιασμένης ταινίας. Όποιος αντίθετα χαμένος στην μετάφραση προσπαθεί και στους τίτλους τέλους να βγάλει άκρη, συνειδητοποιεί ότι οι τελευταίες γραμμές του σεναρίου αρκούν από μόνες τους για να του ξεκλειδώσουν τα απομωνομένα συναισθήματα και να τον επαναφέρουν στον τρόπο με τον οποίο "οι συνηθισμένοι άνρωποι ζουν την ζωή τους".



ΥΓ στα γκρο-πλαν οι κάμερα δεν χορταίνει τα ισλανδικά τοπία, κι αν όπως ακούγεται στην ταινία, οι φωτογραφίες είναι οι καθρέπτες του χρόνου, αυτά τα πλάνα μένουν να στοιχειώνουν αδιάκοπα με την ομορφιά που καθρεπτίζουν.

Tuesday, May 13, 2008

Heima (2007)

Το 2006 μετά από μια υπέρ-επιτυχημένη παγκόσμια περιοδεία, οι Sigur Rόs επιστρέφουν στην παγωμένη τους πατρίδα, το ζεστό τους σπιτικό, την Ισλανδία (Heima=At home). Με τις αποσκευές έτοιμες, και γεμάτες μελωδίες, ξεκινούν ένα ταξίδι στα μικρά της χωριά, δίνοντας απροειδοποίητα δωρεάν συναυλίες, στα πιο απίθανα μέρη φερνοντας κοντά ανθρώπους κάθε ηλικίας, ενώνοντας την γη με τον ουρανό, ανακατεύοντας την φύση με τα στοιχεία της.

Η περιπλάνηση όσο αβίαστη, άλλο τόσο μαγική, ξεχειλίζει σε πανέμορφα νεκρά τοπία, και κλέβει τους ήχους μιας σιωπηλής ατμόσφαιρας, για να τους μετατρέψει σε ύμνους τραγουδισμένους σε μια καθολική γλώσσα, και να τους επιστρέψει πίσω σ'αυτή. Ήχοι που μπλέκονται στις ψυχές και στοιχειώνουν τα συναισθήματα, σαν δώρα που έρχονται μετά από καιρό αναμονής, και εικόνες που κρατούν τα βλέφαρα ανοιχτά για να χορτάσουν τα μάτια. Ο χρόνος γίνεται αισθητός μόνο με την αλλαγή του τόπου, αλλά καταλύεται εν τέλει μεσα από βιωματικές αναμνήσεις παραισθήσεων μιας φύσης που δεν υπακούει σε κανόνες.

Ο ουρανός μοιάζει με άκρη της γης, κι ό,τι ξεκινά από εκεί, καταλήγει εκεί. Με τις νότες η ακολουθία των νερών αλλάζει, κι ο εξαγνισμός των ψυχων έρχεται μέσω της πνευματικής απόλαυσης της ανείπωτης ομαρφιάς των εικόνων. Άλλοτε απαλές μεταβάσεις, κι άλλοτε άγρια ξεσπάσματα, οι φωτογραφίες εγκλωβίζουν έναν κόσμο σχεδόν μυθικό, αβίαστα δημιουργημένο, και άκρως ανοιχτό στο να γίνει το καταφύγιο όλων μας.

Από μόνη της, η βαρυσήμαντη ομορφιά της ισλανδικής γης, εξερευνά κάθε συνδυασμό, και ενώνει σε αρμονία, στοιχεία κατά τα άλλα αταίριαστα μεταξύ τους, και μέσα από την πιο απλή κινηματογράφηση, ξεδιπλώνει τα μυστικά της, σε σημείο που μας αναγκάζει να αναζητάμε να βρεθούμε κάπου εκεί ανάμεσα της. Αφεθείτε στην πνευματικότητα που ποτίζει κάθε καρέ της ταινίας, απολαύστε τον ξεχωριστό συνδυασμό των τραγουδιών των Sigur Rόs με τις εκθαμβωτικές εικόνες των ισλανδικών τοπίων, και επιστρέψτε σε ένα σπιτικό που δεν ξέρατε ότι έχετε αλλά πάντα σας περίμενε.



ΥΓ 1 Το μουσικό αυτό ντοκυμαντέρ - οπτικοακουστική απόλαυση, έπαιξε πέρυσι στις Νύχτες Πρεμιέρας, αλλά κυκλοφορεί και στην χωρα μας σε dvd.

ΥΓ 2 Έχοντας ήδη δει το Heima 3 φορές αυτό το χρόνο, αποφάσισα να το ξαναθυμηθώ μετά από μια "ισλανδική" συζήτηση που είχαμε με τον Zamuc, ο οποίος μου αναπτέρωσε το ήδη ισχυρό ενδιαφέρον μου για την χώρα των πάγων, των ξωτικών και των αγαπημένων μου καλλιτεχνών. Ίσως ακολουθήσουν κι άλλες αντίστοιχες κριτικές από ισλανδικά έργα που έχω δει τα τελευταία χρόνια, αλλά δύσκολα ταξιδεύουν τόσο νότια ώστε να βρουν κινηματογραφικό καταφύγιο στην ελλάδα. Πάντως με το Jar City να κυκλοφορεί την πέμπτη, οι ελπίδες μου αναπτερώνονται...

Saturday, May 10, 2008

Ειδικές προβολές

Η New Star σε συνεργασία με τον κινηματογράφο Φίλιπ, φέρνουν για πρώτη φορά στην Ελλάδα τρεις ταινίες σταθμούς στην ιστορία του κινηματογράφου (η καθεμιά για τους δικούς της λόγους), εμπνευσμένες από το μυθιστόρημα μικρού μήκους του Ernest Hemingway, "The Matadors".

Με 10 ευρώ, μπορείτε να απολαύσετε και τις 3 ταινίες στον κινηματογράφο Φίλιπ (Θάσου 11, Πλ. Αμερικής, 210-8647444, 2108612476), την εβδομάδα 8/5-14/5

το πρόγραμμα προβολών έχει ως εξής:
20:45 ΟΙ ΦΟΝΙΑΔΕΣ (Andrei Tarkovski-1958)
21:05 ΟΙ ΦΟΝΙΑΔΕΣ (Robert Siodmak-1946)
23:05 ΟΙ ΦΟΝΙΑΔΕΣ (Don Siegel-1964)

Τις δύο πρώτες τις έχω ήδη δει και μπορείτε να δείτε τις κριτικές παρακάτω. Την τρίτη ελπίζω να την προλάβω σ'αυτες τις μοναδικές προβολές, και να ακολουθήσουν οι συγκρίσεις στο τέλος. Μην χάσετε την ευκαιρία να δείτε τις τρεις σπάνιες αυτές ταινίες.

The Killers (1946)

Η πρώτη και ενδεχομένως πιο επιτυχημένη διασκευή του μυθιστορήματος του Ernest Hemingway με τίτλο "The Matadors", αποτελεί συγχρόνως ένα από τα πιο διαδεδομένα και αντιπροσωπευτικά φιλμ noir. Με σκηνοθεσία απλή στο μεγαλύτερο μέρος της, και μερικές εκλάμψεις σε σκηνές-κλειδιά, παρουσιάζει συναισθηματοκεντρικά και συγκυριακά τους πρωταγωνιστές, αποκαλύπτοντας σταδιακά τις μεταξύ τους σχέσεις. Τα πρόσωπα εισάγονται στην πλοκή είτε καλυμμένα σε μυστύριο, είτε τυλιγμένα σε τρομακτική πνοή, για να συνθέσουν μέχρι τα μισά της ταινίας, έναν γρίφο από ερωτήματα που περιμένουν απάντηση.

Η ατμόσφαιρα μοιάζει αποπνικτική από το πρώτο κιόλας πλάνο, και διατηρεί άριστα την εντύπωση αυτή μέχρι και την τελευταία σκηνή, προσθέτοντας επιπλέον ένταση στις εγκληματικές στιγμές. Στην δραματικότητα συνεισφέρει κι η εναλλαγή της αποστασιοποίησης της κάμερας, που άλλοτε αφήνει τους πρωταγωνιστές να μοιάζουν με σκοτεινές φιγούρες, κι άλλοτε εστιάζει σε λεπτομέρειες του προσώπου ή του σώματος που κουβαλούν το μεγαλύτερο συναισθηματικό φορτίο. Οι αντιδράσεις μάλιστα των προσώπων, δένουν ευρηματικά με την τρομακτικά επιβλητική μουσική επένδυση, σε βαθμό που ορισμένες φορές το ανθρώπινο σώμα φαντάζει ένα παραπονιάρικα μελωδικό μουσικό όργανο.

Η πλοκή ξεδιπλώνεται αναδρομικά, με τα αφηγηματικά flashbacks να διαδέχονται το ένα το άλλο σε μορφή σκουριασμένων αναμνήσεων. Τα ηθογραφικά επίπεδα, μεταμορφώνονται μαζί με τους πρωταγωνιστές, και η δύναμη και η εξουσία αλλάζουν συνεχώς χέρια, σε βαθμό που οι "φονιάδες" αποκτούν πολλαπλά νοήματα στα πρόσωπα των διαφορετικών ρόλων. Για τον λόγο αύτο, μέχρι και την τελική σκηνή, οι ηθοποιοί αποκτούν νέα ιδιωματικά επίπεδα, και παρουσιάζουν στοιχεία που προκαλούν έκπληξη στις στερεότυπες αντιμετωπίσεις της στιγμής.



Ειδικά ο Burt Lancaster (στον πρώτο ουσιαστικά μεγάλο του ρόλο) και η Ava Gardner(που αποτελεί αντισυμβατική προσέγγιση στην μοιραία γυναίκα του φιλμ noir), χτίζουν ένα πολυμορφικό εύρος χαρακτήρων, και σε διαφορετικά στάδια της ταινίας, μετατρέπονται σε αυτόνομες και ασύγκριτες προσωπικότητες, που ζουν για μια σκηνή μόνο για να αντικατασταθούν στην επόμενη από κάποιο alter ego τους. Μεταξύ τους άλλωστε αποτελούν την μεγαλύτερη αντίφαση της ταινίας, με τον Swede (Lancaster) να αφήνεται αγκαλιάζοντας τις καταδίκες του, και την Kitty (Gardner) να προσπαθεί με νύχια και με δόντια να απογαντζωθεί από τις αβάσταχτες ευθύνες. Ακόμα κι έτσι όμως το μονοπώλειο της προσοχής δεν ανήκει σε κανέναν συγκεκριμένα, μιας και το πολύπλευρα ταλαντούχο καστ, γίνεται άκρως εκμεταλλεύσιμο, με την συνεχή εναλλαγή του πρωταγωνιστικού ρόλου.

ΥΓ. Ο ρόλος του Jim Reardon (Edmond O'Brien) μοιάζει κομμένος και ραμμένος για τον Bogart, αλλα κι ο O'Brien τα καταφέρνει εξίσου καλά.

ΥΓ 2. Οι επιρροές που άφησε η ταινία στο είδος της και όχι μόνο, είναι ορατές μέχρι και σήμερα (Scorsese,Coen,Tarantino, κα). Κυκλοφορεί μάλιστα ένα εκπληκτικό ερασιτεχνικό βίντεο στο YouTube με την πιθανή παρουσίαση της ταινίας από τον Ταραντίνο. Δείτε το εδώ

Ubiytsy - aka the Killers (1958)

Ξεκίνησε σαν πρακτική σπουδή κινηματογράφου και κατέληξε να αποτελεί σταθμό καθώς και αρχή της σκηνοθετικής καριέρας του Andrei Tarkovsky. Βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Ernest Hemingway ξεχωρίζει με το έντονο noir στοιχείο του, και αναδεικνύει μέσα από τα πολυεπίπεδα κάδρα και τις ασπρόμαυρες σκιάσεις, τους βασικούς χαρακτήρες, που αν και περιορίζονται σε 18 λεπτά δράσης, αποκτούν σχεδόν αυτομάτως την διάσταση που τους αρμόζει.

Η πλοκή αρκείται σε 3 σκηνές, αλλά καταφέρνει να ξεδιπλωθεί με έναν μυστηριώδη τρόπο, καθώς αρκεί μια λέξη για να ξεκλειδώσουν τα κρυμμένα νοήματα, κι ένα βλέμμα για να απελευθερωθεί ο τρόμος της επερχόμενης τραγωδίας. Επιλεγμένες προσεχτικά κλείνουν επαρκώς στην μικρή διάρκειά τους, όλα τα συναισθήματα και τα επιχειρήματα των γεγονότων.Η απουσία του soundtrack άλλωστε απογυμνώνει κάθε φυσικό ήχο και γεμίζει τον χώρο με σιωπές που φορτίζουν την ατμόσφαιρα, την στιγμή που ένα μεγάλο ρολόι στον τοίχο, μετράει άνισα τον χρόνο.

Αυτό που κλέβει όμως την παράσταση των εντυπώσεων, είναι η κίνηση της κάμερας. Άλλοτε ακολουθεί τα περιστατικά κι άλλοτε παραμένει στάσιμη για να δώσει έμφαση στην δραματικότητα. Στιγμές ανοίγεται στον χώρο αφήνοντας το σκηνικό της αδυναμίας των αντιδράσεων να ξεδιπλωθεί ελεύθερα, και στιγμές εστιάζει στα πρόσωπα ή τα σώματα, για να εγκλωβίσει τους χαρακτήρες σε ένα καρέ, μέχρι να αφομοιώσουμε τις σκέψεις τους, την προέλευσή τους και τους πιθανούς προορισμούς τους.



Που να ήξεραν τότε οι 3 επίδοξοι φοιτητές σκηνοθεσίας, ότι μια εργασία τους θα κατέληγε να σταθεί ώς αυτόνομη ταινία μικρού μήκους, και ολοκληρωμένη ταινία φιλμ noir, σε βαθμό που δεν χάνει σε οποιαδήποτε σύγκριση με τις αυθεντίες του είδους.

Friday, May 09, 2008

Le Renard et l' Enfant (2007)

Αφήνοντας πίσω την παγωμένη εποχή και τα βόρεια μέρη, μπαίνουμε σε έναν ολοκαίνουργιο διαφορετικό μα εξίσου μαγευτικό νατουραλιστικό χώρο. Το ασπρόμαυρο δίνει την θέση του πλέον, σε κάθε φωτεινή και έντονη απόχρωση, και οι στιφνοί ήχοι του χιονιού χάνονται κάτω από την μελωδικότητα του θροΐσματος των φύλλων, και το εύηχο των φωνών των ζώων του δάσους. Το αφιλόξενο κρύο έχει περάσει και η φύση μας ανοίγει την αγκαλιά της διάπλατα.

Με συντροφιά ένα εκκεντρικά περίεργο κοριτσάκι και οδηγό μια αλεπού, χανόμαστε σε έναν πολύχρωμο κόσμο, όπου όλα μιάζουν τόσο μαγικά, ώστε μόνο ο η διακοπή των ονειρικών εικόνων από την αγριότητα της φύσης, μας υπενθυμίζει ότι ο κόσμος αυτός δεν είναι ψεύτικος, αλλά ολότελα δικός μας κι αληθινός. Κι ακόμα κι αν η επιβίωση ορισμένες φορές μοιάζει απάνθρωπα σκληρή, η ομορφιά της πολυμορφίας της ζωής, αρκεί από μόνη της, ώστε να μας εγκλωβίσει στις αμφίβολες μας προσπάθειες να απολαύσουμε καθετί που μας περιτριγυρίζει.

Όπως οι εποχές που εναλλάσσονται όμως, έτσι κι οι δυσκολίες κάνουν κύκλους στην ζωή μας, και οι χαρές παραχωρούν εύκολα την θέση τους σε απρόσμενους κινδύνους. Σαν την αλυσίδα της υπεροχής, η ανάγκη του ανθρώπου να ξεχωρίσει, συμπληρώνεται από την παράλληλη επιθυμία να κατέχει ότι βρίσκεται κάτω από τον ίδιο, και σύντομα η αγάπη στην εξημέρωση ενός ζώου, μετατρέπεται σε ανάγκη εξανθρωπισμού του, μόνο και μόνο για να αποκτήσει μεγαλύτερη αξία η ιδιοκτησία κάθε μορφής.



Ο Luc Jacquet μας χαρίζει απλόχερα άλλο ένα ταξίδι στον τόπο από τον οποίο πηγάζουν όλες οι ομορφιές, στην πηγή της ανθρώπινης υπόστασής μας, την άγρια φύση. Το ντοκυμαντερίστικο στύλ εμπλουτίζεται με μια τρυφερή και συγχρόνως ακάνθινη ιστορία, που μπορεί να παρακολουθείται ευκολότερα από παιδιά, αλλά τα εύκολα νοήματα της επωφελούν πολύ περισσότερο τις γερασμένες επιμονές των μεγάλων. Ανοίξτε τα μάτια σας στην μαγευτική φωτογραφία, τα αυτιά σας στους ζωντανούς ήχους που πάντα χάνονταν στο παρασκήνιο, και τις καρδιές σας στα απλά εκείνα συναισθήματα που απογειώνουν την χαρά σε ευτυχία τόσο εύκολα, σαν ένα φωναχτό παιδικό χαμόγελο.

ΥΓ. Το σπηκάζ στα ελληνικά έχει αναλάβει η Ναταλία Δραγούμη με την μοναδικά πλούσια συναισθηματικά φωνή της.

Thursday, May 08, 2008

La Clef - aka The Key (2007)

Οι αμαρτίες των γονέων που παιδεύουν τα παιδιά τους, και ταξιδεύουν στον χρόνο για να κλειδώσουν τις μελλοντικές ζωές με το άρωμα της καταδίκης. Στον χωροχρόνο που το μέλλον με το παρελθόν συναντιούνται στο παρόν, κάθε δράση έχει και μια αντίδραση, και μεταξύ των δύο μεσολαβεί μόνο μια ανάσα. Κάθε άνθρωπος συνδέεται με όλους γύρω του και με τον εαυτό του, και κάθε εσωτερική δόνηση, σηκώνει ένα κύμα συναισθημάτων και ενεργειών που ταράσει το νερό μέσα στο νερό, τους ανθρώπους που συνδέονται με τους ανθρώπους, το ένα μάτσο από ασήμαντους, που όλοι μαζί δένονται αρραγώς σε κάτι σημαντικό.

Κυκλώματα κάθε είδους, συτήματα εξιχνίασης και ταξινόμησης, τεχνικές αποφυγής της πραγματικότητας, και δεσμοί που αφήνουν το αποτύπωμα τους με αίμα. Σε έναν κόσμο που οι εικόνες είναι εύθραυστες, και τα προσωπεία έρχονται με ένα τίμημα, η αλήθεια παρουσιάζεται κομματιασμένη, μόνο για να αποκαλυφεί αφού κάθε κομμάτι εκφραστεί την κατάλληλη στιγμή στον κατάλληλο χώρο.

O Guillaume Nicloux ολοκληρώνει την αστυνομική του τριλογία (Une affaire privée (2002), Cette femme-là (2003)) , με μια ιστορία που μοιάζει να ξεκινά από το τέλος, αλλά στην ουσία το τέλος το ίδιο καταλύεται από τον ασταμάτητα μπερδεμένο χρόνο. Οι ήρωες όσο αποκομμένοι συναισθηματικά ή σχεσιακά κι αν μοιάζουν στην αρχή, τόσο συνθετικά συμβατοί θα αποδειχθούν στην πορεία. Ακολουθώντας την γνωστή τεχνική των παράλληλων αινιγματικών ιστοριών, ο σκηνοθέτης εκμεταλλεύεται την άγνοια του πρωταγωνιστή για το παρελθόν του, και ρίχνει τον θεατή στο ίδιο παιχνίδι αναζήτησης.




Η φωτογραφία διαχωρίζεται αρχικά, μέχρι που ταυτίζεται με τις εποχές που περνούν, για να ισοπεδώσει την έννοια της συνέχειας. Μικρά σημάδια διαχωρίζουν αυτά που έχουν συμβεί με τα επερχόμενα, σε σημείο που το déjà vu αποκτά την σημασία του για πρώτη φορά, και όλη η ιστορία του ανθρώπου εξελίσσεται ταυτόχρονα σε παράλληλα σύμπαντα, που το ένα συντελεί στην καταστροφή του άλλου αναδρομικά.

Μέχρι τα μισά της ταινίας ο θεατής έχει ήδη βυθιστεί στο συνδετικό αίνιγμα των διαφορετικών ιστοριών, ενώ οι ομοιότητες των πρωταγωνιστών από εποχή σε εποχή, προσθέτουν μια ανάγκη αντιστοίχησης του παλιού με το καινούργιο, και προσδίδουν ένα επιπλέον συναισθηματικό φορτίο, στους ήδη πολυεπίπεδους χαρακτήρες. Για αυτά και μόνο τα στοιχεία αξίζει όχι απλά μια θέαση της ταινίας, αλλά πολλές. Στην επανάληψη έρχεται κι ο τρόπος που ξεκλειδώνει κάθε της πτυχή, κι η λύτρωση που συνοδεύει την επίλυση του θριλερικού αυτού γρίφου αποζημειώνει και με το παραπάνω κάθε γούστο.

ΥΓ 1. Μπορεί ο Nicloux να κέρδισε τα εύσημα από μεγάλη μερίδα του κοινού για την προ 3ετίας μεταμόρφωση της Monica Bellucci στο Le concile de Pierre (εμένα αυτή η γυναίκα δεν μου κάθεται ποτέ καλά), αλλά προσωπικά έχει τα εύσημα μου για το ξεδίπλωμα της εκκεντρικά εθιστικής προσωπικότητας της Vanessa Paradis στο "La Clef"

ΥΓ 2. Η ταινία αν και μέρος τριλογίας, έχει αυτόνομη ιστορία και παρακολουθείται άνετα χωρίς την γνώση για τις προηγούμενες δύο. Η χρήση βέβαια μερικών κοινών ηθοποιών και στις 3 (Thierry Lhermitte, Josiane Balasko) προσθέτει μία ακόμα διάσταση στους χαρακτήρες κάθε ταινίας, και φυσικά χτίζει μια εννιαία ιδέα που καλύπτει τους θεματικούς άξονες που αναλύονται σε κάθε μέρος.

ΥΓ 3. Η Marie Gillain έχει μια ομορφιά που παραπέμπει πολύ σε Penélope Cruz και την κάνει να ξεχωρίζει αυτομάτως, σαν την μοιραία φιγούρα που μπλέκεται άθελα της σ'αυτό το θρίλερ που αποπνέει θάνατο.

ΥΓ 4. Στο ρόλο της Solange η γνώριμη Maria Schneider που χόρεψε μαζί με τον Brando το Τελευταίο Τανγκο στο Παρίσι.

Wednesday, May 07, 2008

Νέα

Αυτόν τον καιρό έχω ιδιαίτερο τρέξιμο κι έχω αναλάβει πολλές και διαφορετικές ευθύνες οπότε ο χρόνος μου είναι εξαιρετικά περιορισμένος, εξ'ου και η έλλειψη update. Το αφιέρωμα στους Marx θέλει ακόμα ένα μέρος για να ολοκληρωθεί και μάλλον κάποιο σαβ\κο θα καταφέρω να το γράψω. Αν εξακολουθήσω να είμαι το ίδιο τολμηρός σκέφτομαι να ξεκινήσω ένα καινούργιο αφιέρωμα με γνωστό και πολύ αγαπημένο σκηνοθέτη, αλλά ακόμα δεν λέω περισσότερα. Τέλος εδώ και ένα μήνα με μία ομάδα από γνωστούς blogger, έχουμε ανοίξει ένα κοινό blog που είναι σχετικό με τον κινηματογράφο και συγκεντρώνει παρουσιάσεις των ταινιών κάθε εβδομάδας, ανεξάρτητες κριτικές και συζητήσεις γύρω από αγαπημένα κινηματογραφικά πρόσωπα και πράγματα. ρίξ'τε μια ματιά παρακάτω για το link και τα ξαναλέμε (ελπίζω σύντομα).