Ένα μελόδραμα που παραμένει κλασσικό για λόγους που (κυρίως) δεν έχουν να κάνουν με τους καλλιτεχνικούς του άξονες, υπερκαλύπτοντας αλλά όχι υποβιβάζοντας την ποιότητά του. Όπως συμβαίνει και σήμερα με το hype που προηγείται μιας ταινίας να ανεβάζει τις προσδοκίες του κοινού επικίνδυνα, έτσι και το όνομα του Josef von Sternberg -μέντορα της Dietrich- στην σκηνοθετική καρέκλα, η ιδιόρρυθμη σχέση του με την νεαρή πρωταγωνίστρια τότε, κι ο ανερχόμενος Cary Grant, ήταν στοιχεία αρκετά από μόνα τους για να τραβήξουν την προσοχή. Από εκεί και πέρα το σενάριο ξεδιπλώνει μια βιαστική ιστορία, που αλλάζει συνεχώς διαθέσεις, και δεν φαίνεται να έχει ένα προκαθορισμένο πλάνο για την πορεία των πρωταγωνιστών, με αποτέλεσμα τις -συχνα- αβέβαιες ερμηνείες.
Όπως και να 'χει όμως η Dietrich είναι ούτως ή άλλως εντυπωσιακή, καθώς έχει τον δικό της ευέλικτο τρόπο να περνάει από γλώσσα σε γλώσσα (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά), από ρόλο σε ρόλο (σύζυγος, μητέρα, διασκεδάστρια, ζητιάνα), κι από κατάσταση σε κατάσταση (υπομονετική, διορατική, συντροφική, συμπονετική, θυσιαστική, πανούργα, σφετερίστρια, θύτης και θύμα), κι όλα αυτά στον χρονικό άξονα μιας ταινίας, διατηρώντας σε κάθε μεταμόρφωση της την αγγελική της παρουσία σε συνδυασμό με την αυταρχική της υπερηφάνεια, που την ανάγουν σε ένα ερμηνευτικό δυναμίτη (εντυπωσιασμού). Ανάμεσα μάλιστα στις βιαστικές εναλλαγές των χρονικών περιόδων, εμφανίζεται σε αρκετά μουσικά νούμερα με πιο χαρακτηριστικό το θρυλικό "Hot Voodoo" στο οποίο παρουσιάζει σαγηνευτικά το μύθο του τέρατος μέσα από το οποίο αναδύεται η όμορφη κοπέλα που αποτέλεσε την καταστροφή του, και της ίδιας εν τέλει (ειρωνικά).
Αν και μέσα στο σεναριακό χαμό και το σκηνοθετικό παραλήρημα που του αντιστοιχεί, φαίνεται να επιβιώνει μόνο ο χαρακτήρας της Dietrich, ουσιαστικά σώζεται και η ερμηνεία του Grant, ο οποίος εμφανίζεται μόνο για να μαγνητίσει με το παρουσιαστικό του και την νεοζήλευτη τότε αίγλη του, μόνο και μόνο από την μικρή διάρκεια της παρουσίας του. Από ερμηνευτική άποψη βέβαια, η μεγαλύτερη έκπληξη για μένα ήταν ο μικρός Dickie Moore, τον οποίο λάτρεψα μεμιάς στην εμφάνισή του στο Peter Ibbetson (βλ. λίγο παρακάτω), κι απ' ότι φαίνεται και στο Blonde Venus, εμφανίζεται για να σώσει πολλές σκηνές από την αδεξιότητα της συγγραφής τους. Άλλωστε είναι η δική του καταλυτική παρουσία που "φτιάχνει" το κατάλληλο τέλος και υπερκαλύπτει την απογοήτευση που συσσωρεύεται καθόλη τη διάρκεια της ταινίας.
Μπορεί η παρούσα και το Peter Ibbetson, όπως αναφέρθηκε, να μην αποτελούν τις καλύτερες στιγμές της καριέρας της Dietrich και του Gary Cooper αντίστοιχα, αλλά χαίρομαι που το 21ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, μας έδωσε την δυνατότητα να απολαύσουμε αυτές τις σπάνιες και πρωταρχικές εμφανίσεις των δύο ηθοποιών που αργότερα θα έγραφαν κινηματογραφική ιστορία, ο καθένας με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο. Με την ματιά άλλωστε σ'αυτές τις πρωταρχικές ερμηνείες μας δίνεται η δυνατότητα να κατανοήσουμε και να εκτιμήσουμε καλύτερα το ολοκληρωμένο έργο ζωής τους.
Όπως και να 'χει όμως η Dietrich είναι ούτως ή άλλως εντυπωσιακή, καθώς έχει τον δικό της ευέλικτο τρόπο να περνάει από γλώσσα σε γλώσσα (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά), από ρόλο σε ρόλο (σύζυγος, μητέρα, διασκεδάστρια, ζητιάνα), κι από κατάσταση σε κατάσταση (υπομονετική, διορατική, συντροφική, συμπονετική, θυσιαστική, πανούργα, σφετερίστρια, θύτης και θύμα), κι όλα αυτά στον χρονικό άξονα μιας ταινίας, διατηρώντας σε κάθε μεταμόρφωση της την αγγελική της παρουσία σε συνδυασμό με την αυταρχική της υπερηφάνεια, που την ανάγουν σε ένα ερμηνευτικό δυναμίτη (εντυπωσιασμού). Ανάμεσα μάλιστα στις βιαστικές εναλλαγές των χρονικών περιόδων, εμφανίζεται σε αρκετά μουσικά νούμερα με πιο χαρακτηριστικό το θρυλικό "Hot Voodoo" στο οποίο παρουσιάζει σαγηνευτικά το μύθο του τέρατος μέσα από το οποίο αναδύεται η όμορφη κοπέλα που αποτέλεσε την καταστροφή του, και της ίδιας εν τέλει (ειρωνικά).
Αν και μέσα στο σεναριακό χαμό και το σκηνοθετικό παραλήρημα που του αντιστοιχεί, φαίνεται να επιβιώνει μόνο ο χαρακτήρας της Dietrich, ουσιαστικά σώζεται και η ερμηνεία του Grant, ο οποίος εμφανίζεται μόνο για να μαγνητίσει με το παρουσιαστικό του και την νεοζήλευτη τότε αίγλη του, μόνο και μόνο από την μικρή διάρκεια της παρουσίας του. Από ερμηνευτική άποψη βέβαια, η μεγαλύτερη έκπληξη για μένα ήταν ο μικρός Dickie Moore, τον οποίο λάτρεψα μεμιάς στην εμφάνισή του στο Peter Ibbetson (βλ. λίγο παρακάτω), κι απ' ότι φαίνεται και στο Blonde Venus, εμφανίζεται για να σώσει πολλές σκηνές από την αδεξιότητα της συγγραφής τους. Άλλωστε είναι η δική του καταλυτική παρουσία που "φτιάχνει" το κατάλληλο τέλος και υπερκαλύπτει την απογοήτευση που συσσωρεύεται καθόλη τη διάρκεια της ταινίας.
Μπορεί η παρούσα και το Peter Ibbetson, όπως αναφέρθηκε, να μην αποτελούν τις καλύτερες στιγμές της καριέρας της Dietrich και του Gary Cooper αντίστοιχα, αλλά χαίρομαι που το 21ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, μας έδωσε την δυνατότητα να απολαύσουμε αυτές τις σπάνιες και πρωταρχικές εμφανίσεις των δύο ηθοποιών που αργότερα θα έγραφαν κινηματογραφική ιστορία, ο καθένας με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο. Με την ματιά άλλωστε σ'αυτές τις πρωταρχικές ερμηνείες μας δίνεται η δυνατότητα να κατανοήσουμε και να εκτιμήσουμε καλύτερα το ολοκληρωμένο έργο ζωής τους.
_______________________________________
Στα πλαίσια του φεστιβάλ είδα επίσης τα:
--------------------------------------------------------
21ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου
-L' Âge d'or
-Gilda
-Primer
-Peter Ibbetson
_______________________________________
No comments:
Post a Comment