Sunday, November 23, 2008

Key Largo (1948)

Στην 4η και τελευταία εμφάνιση του ζεύγους Bogart-Bacall στη μεγάλη οθόνη, συμβαίνει κάτι μαγικά αξιομνημόνευτο. Όλα τα στοιχεία που μέχρι τότε χαρακτήριζαν τις καριέρες των δυο ηθοποιών ξεχωριστά και μαζί, μοιάζουν να υποχωρούν και να αφήνουν για πρώτη φορά το χώρο στους δύο μεγάλους πρωταγωνιστές, να ενσαρκώσουν αυθεντικούς ρόλους που δεν μένουν στερεότυπα στη φιλμογραφία τους, και τους δίνουν την ευκαιρία να δημιουργήσουν μια φρέσκια μεταξύ τους σχέση.

Η κοινή τους πορεία στη ζωή, τους επιτρέπει να έχουν άμεση χημεία από το πρώτο πλάνο που εμφανίζονται μαζί, και αυτό λειτουργεί εξαιρετικά στο πλαίσιο των ρόλων τους σαν δύο άγνωστοι που ταιριάζουν τόσο, ώστε το διαφορετικό παρελθόν τους να φαντάζει παράλογο. Μαζί παραμένουν γαλήνια σαν τις δύο βασικές δυνάμεις εκτόνωσης και εξισορρόπησης των εντάσεων που υπάρχουν στην πλοκή, σε αντίθεση με τις προηγούμενες ταινίες τους, στις οποίες αποτέλεσαν τους βασικούς κορμούς δύναμης για την εξέλιξη της πλοκής. Η πραότητα και η ωριμότητα με την οποία προσεγγίζουν τους ρόλους αυτούς, γεμίζει με ευαισθησία το θεατή που αντιδρά περισσότερο συναισθηματικά ακόμα και στα πιο ήπια σεναριακά ξεσπάσματα.

Η υπόθεση από μόνη της δεν θα μπορούσε να το καταφέρει αυτό, μιας κι είναι εγκλωβισμένη χρονικά σε ένα παρελθόν που έχει περάσει για τα καλά, με μηνύματα εθνικής τόνωσης που συγκινούσαν μόνο στη μεταπολεμική Αμερική του '40 και '50. Παρ'όλα αυτά η θεατρική φύση του έργου σε συνδυασμό με το περιορισμένο σε στούντιο σκηνικό ενός ξενοδοχείου, μπορεί ακόμα και σήμερα να καθηλώσει την ψυχολογία του θεατή, και να τη δοκιμάσει με τη δεξιοτεχνικά στημένη σύγκρουση των προσώπων-συμβόλων. Σύγκρουση που ξεκινά να συσσωρεύει ένταση από το ξεκίνημα για να ξεσπάσει με καταστροφικές συνέπειες λίγο πριν το τέλος, και να κλείσει σε ένα δανεικό άλλα άκρως λυτρωτικό φινάλε με την ελπίδα ότι τα λάθη του παρελθόντος όχι απλώς δεν θα επαναληφθούν, αλλά θα αποτρέψουν κι άλλα παρόμοια. (Η ταινία είναι βασισμένη σε έργο του αναγνωρισμένου Maxwell Anderson, αλλά κατέληξε να ξεφύγει πολύ από την αυθεντική της δομή.Το τέλος της μάλιστα βασίστηκε στην πρόταση του Howard Hawks στον John Huston, να χρησιμοποιήσει το τελείωμα του βιβλίου "To have and have not", του Ernest Hemingway, το οποίο δεν είχε υλοποιήσει ο πρώτος στην κινηματογραφική μεταφορά που έκανε με τους ίδιους πρωταγωνιστές λίγα χρόνια νωρίτερα)



Η ταινία πλέον μπορεί να στέκεται περισσότερο κλασσική παρά διαχρονική, αλλά οι προσεγμένες ερμηνείες, το υποδειγματικά "σφιχτό" σενάριο, και το κινηματογραφικό ιστορικό ενδιαφέρον που σηκώνει, την κάνουν σίγουρα να αξίζει την προσοχή που απαιτεί. Οι 4 μόλις συνεργασίες των Bogart-Bacall στη μεγάλη οθόνη, μας δίνουν ένα παραπάνω λόγο να μας στενοχωρεί ο πρόωρος χαμός του πρώτου, αλλά συγχρόνως προσδίδει μια ξεχωριστά εθιστική αξία στις 4 ταινίες, που δεν χορταίνουμε να βλέπουμε (χρησιμοποιώ β' πληθυντικό γιατί ξέρω με σιγουριά ότι δεν είμαι μόνος σ' αυτό).

Saturday, November 22, 2008

The Thin Man (1934)

Η ταινία που ξεκίνησε σαν μια Β' διαλογής διασκευή του ομότιτλου αστυνομικού μυθιστορήματος του Dashiell Hammett, κατέληξε να αποτελέσει την αρχή μιας σειράς από 6 πετυχημένες ταινίες, την έμπνευση για το αντίστοιχο τηλεοπτικό σήριαλ, και την καθιέρωση του πιο εκκεντρικά διασκεδαστικού τρίο ντετέκτιβ που έχει περάσει από τη μεγάλη οθόνη. Ο λόγος για το ζεύγος Nick και Nora Charles και το φοβιτσιάρικο terrier τους, Asta! Συγχρόνως έχουμε να κάνουμε και μ' ένα από τα διασημότερα και πιο επιτυχημένα ταιριάσματα ηθοποιών στην κινηματογραφική ιστορία, αυτό του William Powell με την Myrna Loy.

Βέβαια πέραν της ιστορικής σημασίας, η ταινία παραμένει η καλύτερη πρόταση για μια βραδιά που αναζητάς μια ανάλαφρη feel-good ταινία, ασχέτως από τα κινηματογραφικά σου γούστα. Ο τρόπος που παρουσιάζεται το ζευγάρι, είναι απολαυστικός, και η χημεία των ηθοποιών στηρίζεται από ένα πολύ δυνατό σενάριο, που τους επιτρέπει να βομβαρδίζουν την οθόνη με λεκτική και σωματική κωμωδία. Η επιτυχημένη συνύπαρξή τους άλλωστε διατήρησε το ενδιαφέρον του κοινού ζωντανό ακόμα κι όταν οι ιστορίες άρχισαν να υποτροπιάζουν, αποδεικνύοντας ότι ο εθισμός στην κινηματογραφική τους συνύπαρξη θα μπορούσε να ικανοποιηθεί με απουσία πλοκής, και γραφική προβολή της εκκεντρικά διασκεδαστικής καθημερινότητάς τους. Αυτό φάνηκε πιο έντονα στην πορεία που ακολούθησαν οι χαρακτήρες στο αντίστοιχο σήριαλ μια δεκαετία μετά την τελευταία ταινία.

Για τους πιο απαιτητικούς θεατές βέβαια, υπάρχει πάντα και η αστυνομική διάθεση, που κρατά το ενδιαφέρον και δίνει την ευκαιρία στους ήρωες να ξεδιπλώσουν περαιτέρω τους χαρακτήρες τους, και να εντυπωσιάσουν επιπλέον με την ικανότητά τους να λύνουν αβίαστα τα οποιαδήποτε μυστήρια παρουσιάζονται. Με πάτημα άλλωστε στο καθαρά αστυνομικό χαρακτήρα του βιβλίου στο οποίο βασίζεται, αναπτύσσεται κι ένας πιο σκοτεινός θεματικός άξονας, που επιτρέπει σκηνοθετικές στιγμές αυθεντικού θρίλερ, και ένα ιδιοφυές δείπνο με χαρακτήρα whodunnit διερεύνησης, που κλείνει αριστουργηματικά τη θεότρελη αυτή περιπέτεια.



Ποτέ άλλοτε ένα τόσο τραβηγμένο κινηματογραφικά ζευγάρι δεν φάνηκε τόσο φυσιολογικά ευτυχισμένο, και ποτέ άλλοτε ένα αστυνομικό θρίλερ δεν ήταν τόσο διασκεδαστικό. Θα συνεχίσω μάλλον με κριτικές και της υπόλοιπης σειράς ταινιών του δαιμόνιου ζεύγους που καλύπτουν (ενδεχομένως) πιο εξειδικευμένα γούστα, αλλά αν μπορείς να ξεπεράσεις το έτος δημιουργίας της πρώτης αυτής ταινίας, δες την οπωσδήποτε κι αν το διασκεδάσεις όπως υπόσχομαι, πέρνα από τα σχόλια να ανοίξουμε φαν κλάμπ.

Friday, November 21, 2008

Burn after reading (2008)

Το Burn After Reading, είναι αναμφισβήτητα το μεγάλο alter ego του No Country for Old Men. Μπορώ άνετα να φανταστώ τους αδελφούς Coen στα διαλείμματα του εξαιρετικά ισορροπημένου σεναριακά No country.. να ξεσπούν την ανικανοποίητη τρέλα τους στο Burn. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι σαν alter ego το Burn είναι μια κακή ταινία. Απλώς ανήκει σε ένα τελείως διαφορετικό είδος.

Τα αδέλφια ξεκινούν από το τίποτα και δημιουργούν μια παρανοϊκή ιστορία που περνά ακαθόριστα από διαφορετικά είδη (screwball και μαύρες κωμωδίες μέχρι ταραντινικά ξεσπάσματα βίας) για να καταλήξει έξυπνα αυθεντική. Το μεγαλύτερο προσόν της βέβαια αποτελεί η άνεση με την οποία οι Coen έγραψαν τους ρόλους πάνω στους ηθοποιούς της επιλογής τους, έτσι ώστε να εκμεταλλευτούν καλύτερα τα ιδιόρρυθμα κωμικά στοιχεία των πρωταγωνιστών. Και το καστ από την πλευρά του μέσα από εξαιρετικά διασκεδαστικές ερμηνείες φαίνεται να το απολαμβάνει(προς γενικότερη ευχαρίστηση του κοινού). Με πιθανή εξαίρεση τον Brad Pitt, όχι ότι φταίει τόσο ο ρόλος, όσο ο ίδιος του ο εγκλωβισμός σ' αυτό το αφελές και ανάλαφρο παίξιμο του νεο-σπασίκλα.

Βέβαια τα αδέλφια δεν έκαναν ποτέ άσκοπο ή επίπεδο σινεμά, και μπορεί το Burn after reading να παρεξηγηθεί σαν μια απλοϊκή φάρσα, αλλά υποχθόνια οργανώνεται σαν μια καυστική κριτική, πάνω στις αστυνομικές ταινίες, που αντιπροσωπεύουν άλλωστε μια πραγματικότητα των κατασκοπικών εμμονών του ανθρώπου. Γύρω από αυτές περιστρέφονται και οι συνεκτικά έξυπνοι διάλογοι που δίνουν ένα καινούργιο νόημα στην ούτως ή άλλως διφορούμενη "Intelligence".



Μην περιμένεις να δεθείς με κάποιον από τους χαρακτήρες, άλλωστε ακόμα και οι πιο γραφικοί από αυτούς, παραμένουν κωμικά τραβηγμένοι. Επιπλέον, οι ρυθμοί της ταινίας είναι τόσο γρήγοροι, που σε παρασύρουν στο τέλος χωρίς να το καταλάβεις. Κι αυτό που μένει είναι ότι όσο εύκολα σε έκαναν οι Coen να ξεκολλήσεις από το Fargo με το No country for old men, το ίδιο εύκολα αλλά πολύ πιο διασκεδαστικά, θα σε κάνουν να ξεκολλήσεις από το Big Lebowski με το Burn after reading. Και φυσικά με δημιουργούς που καταφέρνουν να ξεπερνούν τον εαυτό τους, μόνα τα καλύτερα μπορείς να περιμένεις.

ΥΓ 1. Όλη μου η προσοχή στην Frances McDormand, που ξέρει να μεταμφιέζεται και να ερμηνεύει εξαιρετικά σε οποιοδήποτε πλαίσιο ρόλου.

ΥΓ 2. Ξαφνικά μ' αυτά και μ' αυτά το Safe Sex των Ρεππα-Παπαθανασίου φαντάζει πολύ μπροστά για την εποχή του...

Thursday, November 20, 2008

The unbearable lightness of being (1988)

Τον τελευταίο καιρό έχω πάρει με τη σειρά τις μεταφορές αγαπημένων μου βιβλίων στη μεγάλη οθόνη, αλλά η "Αβάσταχτη ελαφρότητα..." με έφερε ένα βήμα πιο κοντά στο να εγκαταλείψω τη συνήθεια αυτή. Η λίστα με τις αντιρρήσεις μου είναι μεγάλη, αλλά θα επικεντρωθώ εδώ στις σημαντικότερες (και εκνευριστικότερες).

Αναλογίζομαι πόσο δύσκολο είναι να βρεις έναν ηθοποιό που θα ταιριάξει με τον ήρωα που σχηματίζει το βιβλίο όσο το διαβάζεις, αλλά είναι τραγικό αν αφήσεις την εμφάνιση εκτός, να μην αναγνωρίζεις τον ήρωα αυτό όταν βλέπεις την ταινία. Έτσι λοιπόν ο Daniel Day Lewis και η Juliette Binoche, παρουσιάζουν καρικατούρες των αυθεντικών ρόλων τους, με τον Tomas να εγκλωβίζεται στον άκρατο σεξουαλισμό του και την Tereza να μένει μια απαράλλαχτη ξεμυαλισμένη παιδούλα από την αρχή μέχρι το τέλος, αντίστοιχα. Αυτό βέβαια σε εμποδίζει, είτε έχεις διαβάσει το βιβλίο είτε όχι, να κατανοήσεις τα βαθύτερους λόγους που αυτοί οι δύο άνθρωποι έμειναν μαζί, μιας και η οπτικοποίηση της σχέσης τους είναι, τουλάχιστον, ρηχή και η εξέλιξη της είναι τεντωμένη χρονικά στην αρχή, και εσπευσμένη στο τέλος όπου τα σημαντικότερα γεγονότα περιγράφονται μόλις σε 20 λεπτά (από τα 170 λεπτά συνολικής διάρκειας).

Αυτό βέβαια είναι και γενικότερο πρόβλημα της ταινίας, που αναλώνεται στο τράβηγμα των σκηνών με σεξουαλικό ενδιαφέρον, περιορίζοντας σημαντικά το χώρο για τα βαθύτερα κίνητρα και τους συναισθηματικούς δεσμούς, που κινούν τους ήρωες, και επιτρέπουν στην ιστορία να γεμίσει με φιλοσοφήματα κάθε είδους. Από το τράβηγμα αυτό δεν γλιτώνει ούτε και η ιστορία αυτή καθαυτή, μιας και αποχωρίζεται βασικούς θεματικούς άξονες και παραγκωνίζει πρόσωπα, για τις κινηματογραφικές ανάγκες εντυπωσιασμού.

Εξ' αιτίας αυτού, ακόμα και οι σκηνοθετικές παρεμβάσεις να τονίσουν κάποια ήδη συμβολικά περιστατικά και αντικείμενα του βιβλίου, καθώς και να μεταφέρουν αυτολεξεί μερικούς από τους πιο φιλοσοφημένους διαλόγους του Kundera, μοιάζουν ανεπαρκείς, ή στην καλύτερη περίπτωση, απομακρυσμένοι από τις συγγραφικές προθέσεις. Ως αποτέλεσμα, οι σκηνές της ιστορικής αφήγησης φαντάζουν άκαιρες, και οι μεταπτώσεις των ηρώων αδικαιολόγητες.



Θέλοντας απλώς να σεβαστώ τα διαφορετικά γούστα, θα αναφέρω ότι εξαίρεση στα παραπάνω αποτελεί ο ρόλος της Sabine, με την αιθέρια Lena Olin πίσω του να κλέβει την παράσταση, σε σημείο που μετά τα μεγάλα χρονικά κομμάτια εμφάνισής της, να ξεχνάς ότι δεν είναι η μόνη που εμπλέκεται στην υπόθεση. Αν και είναι η μόνη που διατηρεί σχεδόν ακέραιο τον χαρακτήρα της όπως περιγράφεται στο βιβλίο, και οι σκηνές της είναι οι πιο πιστά οπτικοποιημένες της ταινίας. Κρίμα όμως, που ένα από τα ομορφότερα κεφάλαια του βιβλίου με πρωταγωνίστρια την ίδια ("A Short Dictionary of Misunderstood Words"), μένει σκηνοθετικά "χαμένο στη μετάφραση."

Κρίμα που συνολικά η ταινία μου δίνει την αφορμή να χρησιμοποιήσω το παιχνίδισμα με τις λέξεις ότι εν τέλει επικεντρώνεται στην "αβάσταχτη ελαφρότητα" κι όχι στο "είναι"

Elegy (2008)

Η ταλαντούχα σκηνοθέτης Isabel Coixet, που μας χάρισε μεταξύ άλλων τα My Life Without Me και La vida secreta de las palabras, επιστρέφει με μια ταινία βασισμένη στο The Dying Animal του πολυδιασκευασμένου Philip Roth, και με ένα λαμπρό καστ στα χέρια της ξετυλίγει με το δικό της χαρακτηριστικό τρόπο μια καταδικασμένη ιστορία αγάπης και απομόνωσης.

Δυστυχώς δεν έχω διαβάσει το βιβλίο, αλλά η οπτική αφήγηση της Coixet, ξεδιπλώνεται αβίαστα σε μια σειρά από επίπεδα γεγονότα που καθηλώνουν κυρίως με το συναισθηματικό κόσμο που αφήνουν να τα συνοδεύσει. Παρόμοια, όλα τα τεχνικά στοιχεία της ταινίας, από τη σκηνοθεσία μέχρι τη μουσική επένδυση, λειτουργούν σιωπηλά στο παρασκήνιο, θέτοντας τη νοσταλγική ατμόσφαιρα του χρόνου που πέρασε για τα καλά, ανοίγοντας το χώρο στους πρωταγωνιστές, να σταθούν ρεαλιστικά απέναντί του έτοιμοι να κερδίσουν αλλά και να χάσουν τα πάντα.

Τις συνέπειες άλλωστε αυτής της διαδικασίας είναι που βλέπουμε, μιας κι ο ίδιος ο χρόνος με την αυστηρή έννοια, απουσιάζει, αναγκάζοντας τους ήρωες να εξελίσσονται ηθογραφικά πάνω σε ξεχωριστούς συναισθηματικούς άξονες, που καθορίζουν και τις εξελίξεις. Το ίδιο παρασκηνιακά αφήνεται και ο χώρος, με αποτέλεσμα η τελική αισθητική της ταινίας, να μοιάζει με οπτικοποιημένη φαντασίωση, που εξάπτει σωματικά και καθηλώνει πνευματικά το θεατή.

Στο πλαίσιο αυτό ο Kingsley ευνοείται με ένα ρόλο που του πάει γάντι,και εμπλουτίζοντας την ερμηνευτική του σοβαρότητα με τις διασκεδαστικά αναχρονιστικές νεανικές ανησυχίες του, δημιουργεί ένα τύπο διαχρονικού άνδρα με τον οποίο θα μπορούσε να ταυτιστεί ο καθένας. Στην ανάδειξη του βέβαια παίζουν καταλυτικό ρόλο οι "δεύτεροι" χαρακτήρες του Dennis Hopper και τις Patricia Clarkson, που στέκονται συμβολικά ως οι δύο αντίρροπες δυνάμεις που τον ισορροπούν και εν μέρει τον ταυτοποιούν.



Αντιθέτως η Penélope υπάρχει για να ταράζει τις ισορροπίες αυτές, παρασύροντας το γενεαλογικά οριοθετημένο τρίο, στην αναθεώρηση των σκέψεων μιας ολόκληρης ζωής, και στη συνειδητοποίηση ότι τα συναισθήματα δεν φθίνουν με το πέρασμα του χρόνου, παρά μόνο αν αντιμετωπίζουμε το θάνατο σαν καταδίκη. Γιατί εκεί την αποκλειστική θέση κατέχει ο φόβος. Αλλιώς ακόμα κι οι καταδικασμένοι έρωτες της ζωής μπορούν να ζήσουν αιώνια κλεισμένοι σε μια ατέλειωτη ελεγεία που αντί να προμηνύει το τέλος, το εμποδίζει.

ΥΓ 1. Είναι κοινώς τόπος πλέον πως ο φακός λατρεύει την Penélope. Εδώ ο ρόλος της είναι τέτοιος που τις επιτρέπει να μεταμορφώνεται συνέχεια, αλλά ακόμα κι όταν ξεγυμνώνεται (και κυριολεκτικά, αλλά κυρίως μεταφορικά) από τα φανταχτερά αλλά πάντα γήινα χαρακτηριστικά της ομορφιάς της, εξακολουθεί να καθηλώνει με την παρουσία της. Το παιχνίδισμα με το "La maja Vestida" του Goya, τα λέει όλα (θα καταλάβεις όταν το δεις).

ΥΓ 2. Δεν ξέρω τι κόλλημα έχει η Coixet με τη Debie Harry να τιμά με την βουβή παρουσία τις ταινίες της, αλλά μας αρέσει πολύ. Στην επόμενη βέβαια θα μας άρεσε να είχε και περισσότερες ατάκες. Λέμε τώρα...

Wednesday, November 19, 2008

Young People Fucking (2007)

i. Prelude
Με το After Sex να μένει ανάλαφρα στο γαργαλιστικό του τίτλο και να αφήνει μικρές δόσεις ικανοποίησης στις εκκεντρικές του λεπτομέρειες, ο φόβος μου για το ακόμα πιο πικάντικο άκουσμα του Young People Fucking, ήταν ότι κινδυνεύει να πέσει με την ίδια ευκολία στην παγίδα του ανούσια προκλητικού.

ii. Foreplay
Βέβαια το προσεγμένο τρέιλερ και το Hype που ξεκίνησε να συσσωρεύεται μετά την αναστάτωση του Toronto Film Festival, ανέβασε τις προσδοκίες για την ταινία που διεκδίκησε με τσαμπουκά τον τίτλο της πιο προσδοκώμενης ανεξάρτητης ταινίας της χρονιάς.

iii. Sex
Και η αναμονή άξιζε και με το παραπάνω. Από την πρώτη κιόλας εισαγωγική σκηνή μπαίνει δυναμικά στο θέμα που οργανώνεται σε θεματικές ενότητες, γνωστές εξ' αρχής, για να εντυπωσιάσει με τους γρήγορους ρυθμούς της, που αφήνουν την απόλαυση να ξεχυθεί στα περιστατικά, πριν προλάβεις καν να κουραστείς.

iv. Interlude
Ακόμα κι όμως όταν οι ρυθμοί πέσουν προς τη μέση, συμβαίνει μόνο για να σ' αφήσει να αναθεωρήσεις τα όρια των δικών σου ερωτικών ταμπού, ώστε να ανοίξεις το μυαλό σου στο συναισθηματικό υπόβαθρο της σωματικής επαφής που περνά μπροστά από τα μάτια σου στις διαφορετικές ιστορίες.

v. Orgasm
Πριν καν το καταλάβεις πάλι, βρίσκεσαι ενώπιον μιας σκηνοθετικά δεμένης και πολύπλευρα χιουμοριστικής ταινίας, που κλιμακώνει τις απολαυστικές ερμηνείες και τα διασκεδαστικά μπερδέματα, έχοντας ως πάτημα ένα εξαιρετικό (αν και λιτό) σενάριο, βοήθημα τις γήινες παρουσίες των πρωταγωνιστών, και μπόνους μια ιδανική κρεβατοκαμαρίστικη φωτογραφία.

vi. Afterglow
Στο τέλος θα σ' αφήσει με ένα χαμόγελο, λίγους προβληματισμούς για τη δική σου ερωτική ζωή (αγγίζει τόσα θέματα που όλο και κάπου θα βρεις να πιαστείς), και μπόλικη διάθεση για περαιτέρω "περιπέτειες". Have fun...

Tuesday, November 18, 2008

Phaedra (1962)

Αναλογίσου πόσο δύσκολη έχει αποδειχθεί η ουσιαστική μεταφορά ενός βιβλίου στη μεγάλη οθόνη. Βάλε στη θέση του βιβλίου το έργο του "Ιππόλυτου" του Ευριπίδη κι αμέσως διαφαίνεται το ρίσκο που πήρε ο Jules Dassin μετά την παγκόσμια επιτυχία του "Ποτέ την Κυριακή", να γυρίσει τη "Φαίδρα". Βέβαια έχοντας ήδη αρκετή καταξίωση από τα καλλιτεχνικά κυκλώματα και στη διάθεση του την Μελίνα Μερκούρη και τον ήδη απογειωμένο με το Ψυχώ,περιζήτητο Anthony Perkins, μπορώ να φανταστώ πόσο ελκυστικό θα ήταν το ρίσκο αυτό.

Πατώντας στη συγκλονιστική διασκευή της Μαργαρίτας Λυμπεράκη εμπλουτίζει με τραγικότητα μια διαχρονικά επίκαιρη ιστορία, που μοιάζει να ξεδιπλώνεται μοιραία με σεβασμό σε κάθε θεϊκά καταραμένο αρχαιοελληνικό δράμα. Οι βασικοί χαρακτήρες του Ευριπίδη είναι όλοι παρόντες είτε ως πρόσωπα, είτε ως συμβολικά γεγονότα, την ίδια στιγμή που μια ομάδα μαυροφορεμένων γυναικών, διεκδικεί παρασκηνιακά το θρηνητικό ρόλο του χορού.

Οι σκηνές ξεδιπλώνονται σχηματίζοντας μια κλιμακούμενη κορύφωση, που ξεσπά σαν ύβρις απέναντι σε καθετί ορθό, με τις αντίρροπες τραγικές μορφές του ερωτικού πρωταγωνιστικού τριγώνου, να οδηγούνται ολοένα και πιο επικίνδυνα στην καταστροφική σύγκρουση. Το πάθος στις ερμηνείες της τριάδας είναι απαράμιλλο, με τη Μελίνα στο επίκεντρο για άλλη μια φορά συγκλονιστική, να καταφέρνει να ποτίζει κάθε σκηνή -ακόμα κι αυτές από τις οποίες απουσιάζει- με την παρουσία της. Κάτι ιδιαίτερα δύσκολο, μιας και δραματουργικά η ταινία στερείτε κάθε σφάλματος.



Το στήσιμο των πλάνων είναι εξαιρετικό, κάθε κίνηση είναι δραματικά χορογραφημένη, οι δεύτεροι ρόλοι στέκονται ηθογραφικά σαν καθρέπτης απέναντι στα βασικά πρόσωπα, πότε απορροφώντας και πότε ξεσκεπάζοντας κατάλληλα τις βαθύτερες αδυναμίες τους, κι ο Dassin κλέβει αριστοτεχνικά στοιχεία από τα είδη των ταινιών που τον καταξίωσαν, για να δημιουργήσει ένα υβριδικό κινηματογράφο τόσο τεράστιο ώστε να χωρέσει το μεγαλείο μια τέτοιας τραγωδίας.

Με το τέλος της ταινίας μόνο μπορείς να συλλάβεις το "βάρος" του πνευματικού ταξιδιού στο οποίο σε παρέσυρε, μαζί με την αποδοχή ότι κάποια πλάνα ήταν τόσο στοιχειωτικά, που θα τα κουβαλάς μαζί σου για πάντα.

ΥΓ 1. Κάνε τον κόσμο άνω κάτω να τη βρεις.Κανένας Έλληνας δεν πρέπει να στερηθεί τέτοιο αριστούργημα (το γράφω "αριστούργημα" κι η ίδια η λέξη εξακολουθεί να ακούγεται ανεπαρκώς "μικρή"). αν απογοητευτείς στην αναζήτηση και δεν σε χαλάει ένα φτηνό tv-rip ζήτα μου να σου δανείσω το dvd.

ΥΓ 2. ΣΥΝΕΧΊΖΩ ΝΑ ΕΚΛΙΠΑΡΏ........ελευθερώστε τη Μελίνα από τη σκόνη του χρόνου!

ΥΓ 3. Η μουσική επένδυση του Μίκη Θεοδωράκη στη Φαίδρα είναι σπαρακτική. Αναμφισβήτητα η αγαπημένη μου δουλειά του μεγάλου Έλληνα συνθέτη


Monday, November 17, 2008

Pickup on South Street (1953)

Άλλη μια Κυριακή βράδυ κι η ΕΤ-1 μας κράτησε εξαίσια παρέα. Με την επιλογή του Samuel Fuller στο αφιέρωμα σε σημαντικούς δημιουργούς, και τον πολυαγαπημένο μου Richard Widmark στον πρωταγωνιστικό ρόλο, το κανάλι τράβηξε την προσοχή μου από τους τίτλους έναρξης.

Η ταινία παίζει με την ιδέα του φιλμ νουάρ, αλλά ξεφεύγει από το είδος κυρίως λόγω της κατάληξης της πλοκής, αλλά διατηρεί τα βασικά στοιχεία, που την ανάγουν σε ένα πολύ καλό αστυνομικό θρίλερ. Η μεγαλύτερη ιδιαιτερότητα της, έχει να κάνει με το ανάλαφρο στήσιμο της υπόθεσης, που επικεντρώνεται σε ένα πορτοφολά -σε αντίθεση με τις πιο βαρύγδουπες κομπίνες άλλων αντίστοιχων φιλμ της εποχής- αλλά δεν φοβάται να την εμπλουτίσει με πατριωτικά υπονοούμενα, και μια -κλασσικά- ερωτική ιστορία που κρύβει πολύ περισσότερο πάθος από τα συνηθισμένα.

Αυτό που την κάνει πραγματικά να ξεχωρίζει όμως είναι η προσοχή στη λεπτομέρεια σε κάθε φάση της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Το κάστινγκ είναι ιδανικό, με τον Widmark να έχει αναδειχθεί και καθιερωθεί μέσα από τέτοιους ρόλους, να δίνει ρέστα αφήνοντας την αίσθηση του μοναδικού μικροαπατεώνα που αξίζει να μνημονεύουμε, και τις γυναικείες τραγικές φιγούρες των Jean Peters και Thelma Ritter να στέκονται πολύ υψηλότερα από απλές δευτεραγωνίστριες. Για τη Ritter μάλιστα γίνεται εύκολα λόγος για τη σημαντικότερη ερμηνεία της καριέρας της. Το σενάριο άλλωστε αν και μένει εγκλωβισμένο χρονικά, καταφέρνει να ξεδιπλώσει άψογα το χαρακτήρα της πάνω απ' όλους, και την τοποθετεί εύκολα στο επίκεντρο της συναισθηματικής προσοχής.

Σε αντίστοιχες αριστουργηματικές γραμμές κινείται κι η σκηνοθεσία που αποδεικνύεται τόσο πυκνή σε συντονισμένα νοήματα, που χρειάζεται περισσότερες από μία προβολές για να αποκαλυφθεί στο μεγαλείο της.



Εν ολίγοις, σπάνια όλα τα κομμάτια ενός κινηματογραφικού παζλ καταλήγουν στη θέση που τους αναλογεί, ώστε να δημιουργηθεί κάτι τόσο απλά αριστουργηματικό.

ΥΓ. Την είχα πολύ καιρό στην αναμονή, οπότε χαίρομαι που η προβολή της στην τηλεόραση με ανάγκασε επιτέλους να κάτσω και να την ευχαριστηθώ.Ομολογώ βέβαια ότι μια ξεχωριστή ηδονή συνοδεύει ταινίες του κλασσικού κινηματογράφου όταν τις πετυχαίνω στην τηλεόραση κι όχι σε κάτι ξεχασμένες γωνιές του διαδικτύου.

Sunday, November 16, 2008

Promise at dawn (1970)

Μετά τις εξαιρετικές επανεκδόσεις τις Seven τριών αριστουργημάτων του Jules Dassin νωρίτερα τη φετινή χρονιά, τις τελευταίες μέρες απολαύσαμε μια νέα σειρά επανεκδόσεων στο μουσείο Μπενάκη σε συνεργασία με το ίδρυμα Μελίνα Μερκούρη. Το σημαντικότερο για μένα ήταν η ευκαιρία να δω την αγαπημένη μου Μελίνα σε μερικές από τις πιο σπάνιες (παραδόξως για τις μέρες μας) ερμηνείες της.

Βασισμένο στο ομότιτλο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Gary Romain, το Promise at dawn διηγείται την ιστορία ζωής, μιας μητέρας και του γιου της που διασχίζουν την Ευρώπη στη πιο ταραγμένη πολεμική της περίοδο (Β' παγκόσμιος), βρίσκοντας το δικό τους καταφύγιο στη λατρευτική και θυσιαστική μεταξύ τους σχέση. Όσο βέβαια κι αν η ταινία οργανώνεται γύρω από τη διήγηση του γιου, η Μελίνα με την ισοπεδωτική της ερμηνεία σ' αναγκάζει να ακολουθήσεις την ιστορία μέσω της μητρικής ματιάς.

Καλύπτοντας όλη τη γκάμα των συναισθημάτων, καταφέρνει και περνά με άνεση από κωμική, σε συγκινητική, σε συγκλονιστική... Με βάση της τον ύψιστο ρόλο μιας γυναίκας, να είναι μητέρα, και εξερευνώντας μητρικά στερεότυπα αντίστοιχα της Martha Hanson του I remember Mama μέχρι της Joan Crawford του Mommie dearest, τα καταρρίπτει παραμένοντας αυθεντική, δημιουργώντας το δικό της απόλυτο πρότυπο που εμπεριέχει τα πάντα. Μαζί της σε κάθε ρόλο κουβαλά κι ένα ατόφιο ελληνικό στοιχείο, που το προσαρμόζει ανάλογα, στην κάθε διαφορετική ενσάρκωση, και μία περηφάνια που εκφράζεται στο πάθος και στον δυναμισμό που ξεχειλίζει από όλη της τη σωματική και πνευματική ερμηνεία.



Αυτά τα στοιχεία από μόνα τους αρκούν για να κάνουν οποιαδήποτε ταινία της Μελίνας, ικανή να σε σκλαβώσει σαν θεατή και να σ' αφήσει με έναν ακόρεστο ενθουσιασμό. Είναι βέβαια και η καλλιτεχνική ιδιοφυΐα του Jules Dassin, που κάνει τόσο ξεχωριστές τις μεταξύ τους συνεργασίες. Έτσι κι εδώ αφήνει τη μούσα του να κινηθεί ελεύθερα, στις εναλλαγές των ονειρικών διαλειμμάτων με τη μελαγχολική πραγματικότητα, χαρίζοντας της την καλύτερη σεναριακή υποστήριξη για να αντέξει το "βάρος" της παρουσίας της. Επιπλέον δεδομένης της περιόδου που γυρίστηκε, περνά άψογα πολιτικά μηνύματα στο παρασκήνιο, χωρίς να τα υποτιμήσει, αλλά αντιθέτως τα ενισχύει, ντύνοντάς τα με το σπαρακτικό νόημα της "υπόσχεσης" που πρέπει πάσα θυσία να τηρηθεί.

ΥΓ 1. Σε επίπεδο ταινίας, δεν μπορώ παρά να αναφέρω την εξαιρετική συμβολή της Δέσπως Διαμαντίδου στο δέσιμο των χαρακτήρων και στο ξεδίπλωμα μιας διασκεδαστικής υπο-ιστορίας, που καταφέρνει πάραυτα να ξεχωρίσει σε ένα θλιβερό -κατά τα άλλα- σκηνικό. Οι συνυπάρξεις τις με τη Μελίνα στη μεγάλη οθόνη είναι από τις πιο αγαπημένες μου.

ΥΓ 2. ΕΚΛΙΠΑΡΩ ΤΟΥΣ ΥΠΕΥΘΥΝΟΥΣ ΝΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΟΥΝ ΤΑ DVD ΜΕ ΤΗ ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΜΕΛΙΝΑΣ!!! Δεν με ενδιαφέρει η αποκατάσταση, ούτε η ποιότητα ήχου και εικόνας, δεν νοείται όμως μία από τις σημαντικότερες καλλιτεχνικές -κι όχι μόνο- προσωπικότητες της Ελλάδας, να χάνεται στα σκονισμένα ράφια ιδιωτικών συλλογών, τη στιγμή που στο εξωτερικό υπάρχουν συνεχώς προβολές και μελέτες πάνω στους βαρυσήμαντους ρόλους που ενσάρκωσε η Μελίνα.

Saturday, November 15, 2008

Die Welle (2008)

Ο τίτλος και η προώθηση της ταινίας μου είχαν δημιουργήσει λανθασμένες εντυπώσεις για την υπόθεσή της και ομολογώ ότι δεν είχα και πολύ υψηλές προσδοκίες όταν πήγα να τη δω. Για καλή μου τύχη από την πρώτη σκηνή ανατράπηκε η ψυχολογία μου. Αντί των ακλιμάκωτων και σκοτεινών γερμανικών ταινιών, το Die welle ξεχειλίζει από δυναμικότητα και κορυφώσεις.

Εξ' αρχής εισάγει εκκεντρικούς χαρακτήρες, αντιπροσωπευτικούς μιας τυπικής κοινωνίας που επιφανειακά επιτρέπει κάθε ετερόκλητο στοιχείο, την ίδια στιγμή που ουσιαστικά παραμένει ανοιχτή σε αναχρονιστικές περιθωριοποιήσεις. Πατώντας στο εκπαιδευτικό μοτίβο αντιστρέφει τις στερεότυπες κινηματογραφικές προσεγγίσεις, και ξεκινά με έναν ήδη δημοφιλή κι αποδεκτό από τους μαθητές, καθηγητή, να τους παρασύρει σε μια μαθησιακή εμπειρία που παίζει επικίνδυνα με τα όρια της πνευματικής υποδούλωσης.

Στις εξαιρετικά καλορυθμισμένες -χρονικά- σκηνές της, καταφέρνει να διατηρήσει αμείωτη αγωνία, χωρίς να προδώσει το λυτρωτικό τέλος, που αφενός είναι γνωστό βάσει των αληθινών περιστατικών πίσω από την ιστορία, κι αφετέρου μοιάζει ούτως ή άλλως αναμενόμενο. Βέβαια σεναριακά και σκηνοθετικά οι δημιουργοί παίζουν εκ του ασφαλούς, με τις πολυπόθητες εντάσεις και εξάρσεις να παραμένουν καλά εγκλωβισμένες σε πολιτικώς ορθά περιθώρια, και τα μηνύματα που η ίδια ιστορία στοχεύει να περάσει να δίνονται ακάλυπτα σε σκηνές που όλοι κάπου έχουμε ξαναδεί.



Ακόμα κι αυτό όμως, δύσκολα στέκεται μειονέκτημα, μιας και η ταινία στο σύνολό της, παραμένει συγκινητική εξ' αιτίας της πραγματικής της βάσης, κι εξ' αιτίας της βαθύτερης αλήθειας του μασκαρεμένου φασισμού που περνά, και με τρόμο συνειδητοποιεί κανείς ότι θα έβρισκε εφαρμογή σε οποιαδήποτε σύγχρονη κοινωνία (αν δε βρίσκει ήδη). Συν τοις άλλοις, μπορεί τα γεγονότα να είναι αναμενόμενα, αλλά οι τελευταίες σκηνές παρουσιάζονται με μια ωμή θεατρικότητα και καταφέρνουν να σε σηκώσουν από το κάθισμα σου με την ιδιόμορφη εναλλαγή των ρυθμών που κλείνουν λυτρωτικά απρόσμενα ό,τι περίμενες από την αρχή να συμβεί.

ΥΓ. Η φετινή χρονιά για τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο αποδεικνύεται σπουδαία!!!

Thursday, November 13, 2008

Mat i syn (1997)

Μερικές από τις πιο αγαπημένες μου ταινίες τις έχω αφήσει εκτός του blog, είτε με το φόβο ότι θα είμαι εντελώς υποκειμενικός στις κριτικές τους, είτε εξ' αιτίας της ερμηνευτικής ιδιαιτερότητας που παρουσιάζουν. Το Mat i syn του Aleksandr Sokurov, ανήκει και στις δύο κατηγορίες.

Όταν πριν 2-3 χρόνια το είδα για πρώτη φορά, απλώς παραδέχτηκα την καλλιτεχνική του αρτιότητα, χωρίς να εξερευνήσω τις συνέπειες του βασικού θεματικού του άξονα. Σε μία νοσταλγική στιγμή, και περιμένοντας με αγωνία 2 χρόνια τώρα το Aleksandra, είπα να το ξαναθυμηθώ, και με ισοπέδωσε σαν να το έβλεπα για πρώτη φορά.

Μέσα από τη θύμηση των μακρόσυρτων πλάνων, των αργών κινήσεων και της ζωγραφικής ακρίβειας των εικόνων, ξεπήδησε η θυσιαστική, σχεδόν παρασιτική, σχέση μητέρας και γιου, που βρίσκονται χαμένοι σε ένα κοινό όνειρο, καταδικασμένοι να βλέπουν το χρόνο να περνά σχεδόν παρασκηνιακά. Τα τοπία, από το κρύο σπίτι μέχρι τα απέραντα λιβάδια, δεν παύουν να είναι εγκλωβιστικά, αφήνοντας τους δύο ήρωες μόνους σε ένα δικό τους απομονωμένο κόσμο. Οι νατουραλιστικοί ήχοι σηματοδοτούν την αλλαγή των εποχών, και συνθέτουν τη μοναδική μουσική επένδυση -ένα παγανιστικό ύμνο αφοσίωσης στην ανθρώπινη καταγωγή από τη μητέρα φύση, στον αναπόφευκτο θάνατο και στον ελεγειακό αποχωρισμό.



Τα φίλτρα κι οι φακοί στη φυσιολατρική κινηματογράφηση του Aleksei Fyodorov, κάνουν την ιστορία να μοιάζει με παραμύθι κλεισμένο σε μια γυάλινη χιονόμπαλα. Όλοι οι δρόμοι τελειώνουν εκεί που αρχίζουν, και ο χώρος περιορίζεται σε δύο διαστάσεις, συμβολικές των δύο, αρραγώς συνδεδεμένων, πρωταγωνιστών. Ο χρόνος σε κάθε ταρακούνημα μοιάζει να μηδενίζεται, δίνοντας ελπίδα σε μια παράταση ζωής, που μετατρέπεται γρήγορα σε καθυστερημένο θρήνο του ειρωνικά απρόσμενου θανάτου. Μέχρι το τέλος, το ταξίδι παραμένει ένα δεξιοτεχνικά χορογραφημένο ρέκβιεμ του "αναπόφευκτου".

ΥΓ. Αν δεν έχεις κολλήματα με τους αργούς ρυθμούς και τη σεναριακή σιωπή, η ταινία σίγουρα θα σε παρασύρει σε ένα εσωτερικό πνευματικό ταξίδι, όπου οι εικόνες γράφουν ποίηση και οι σιωπές γεννούν συναισθήματα. Αν έχεις τα παραπάνω κολλήματα, θα σου συνιστούσα να τη δεις (πάραυτα) μιας και στα 65 λεπτά διάρκειάς της περικλείονται αρκετά στοιχεία ικανά να σε συγκινήσουν και να επιβραβεύσουν την υπομονή σου.

Sunday, November 09, 2008

Lord of the flies (1990)

Ω λίστα, λίστα με τα αχρείαστα remake γιατί να μεγαλώνεις ολοένα; Στην τελική τί εξυπηρετούν τα remake; Ίσως μόνο μια καθυστερημένη διαφήμιση των αυθεντικών εκδοχών, αν και αφού αποδυναμωθεί η ιστορία, δύσκολα κανείς θα δώσει μια δεύτερη ευκαιρία στην απαρχή της.

Όπως κατάλαβες, κι αν είσαι παντελώς ξένος με το Lord of the flies, σε παροτρύνω να διαβάσεις το βιβλίο, να δεις την ταινία του 1963 (ακόμα κι αν δεν σου αρέσουν πολύ οι ασπρόμαυρες ταινίες, η συγκεκριμένη έχει μια πολύ μοντέρνα αίσθηση της εικόνας, και παραμένει ξεκάθαρα λόγω ιστορίας, διαχρονική), αλλά να σταματήσεις εκεί.

Τεκμηριώνω....Από το ξεκίνημά του, το remake του 1990, θέλοντας να πρωτοπορήσει, αναδιοργανώνει πρόσωπα και καταστάσεις, που βάσει της νέας πλοκής οδηγούν στα ίδια αποτελέσματα, προσπερνώντας αβίαστα το γεγονός ότι με τον τρόπο αυτό, εγκαταλείπει έναν από τους βασικότερους ηθογραφικούς άξονες του μυθιστορήματος. Αυτό για οποιονδήποτε έχει τη γνώση των προκατόχων της εκδοχής αυτής, γίνεται άμεσα εκνευριστικό, μιας και η δραματοποίηση στην οποία στοχεύουν οι σεναριογράφοι του, δεν είναι αρκετή ώστε να δικαιολογήσει την βεβήλωση της αυθεντικής ιστορίας, κι από την άλλη καταλήγει σε μια πρόχειρη αμερικανοποίηση ενός έργου που έχει, κανονικά, πανανθρώπινο χαρακτήρα και στέκεται στην ανθρώπινη φύση, κι όχι στην εθνικότητα.

Επιπλέον μιας και 3 δεκαετίες μετά την πρώτη ταινία, τα ειδικά εφέ υπάρχουν για να χρησιμοποιούνται κι όχι για να διευκολύνουν, ο Hook αποδυναμώνει τη ατμόσφαιρα της φρικαλεότητας που επικρατεί στο νησί, με την αυστηρή οπτικοποίηση των βίαιων εικόνων του βιβλίου, εγκλωβίζοντας το θεατή στο προσωρινό αηδίασμα, στερώντας του τη δυνατότητα να εμβαθύνει αλληγορικά στις συνταρακτικές αξίες της ιστορίας αυτής καθ' αυτής. Άλλωστε ο εκσυγχρονισμός της με τις γενικότερες αλλαγές στο σενάριο, αποκόβει ουσιαστικά και τους συμβολικούς δεσμούς της με την ιστορική πραγματικότητα, και παρέχει μια περισσότερο καθολική γενίκευση που έχει καθαρά κινηματογραφικούς σκοπούς.



Οάσεις ικανοποίησης αποτελούν μεμονωμένες σκηνές που μετρούνται στα δάκτυλα του ενός χεριού κυρίως για την καλλιτεχνική τους υπόσταση, κι όχι για την επιτυχημένη σύνδεσή τους με το βιβλίο, και ο -αρκετά αναλλοίωτος- ρόλος του Ralph που ερμηνεύει ο εξαιρετικά αγαπητός (μου - κυρίως λόγω Alias) Balthazar Getty. Οι υπόλοιποι ρόλοι καταφέρνουν να χάσουν τη δυναμικότητά τους κι εν μέρει το χαρακτήρα, όπως αυτά εδραιώθηκαν στο βιβλίο, κάνοντας ακόμα πιο άσκοπη τη γενικότερη πλοκή.

ΥΓ. Ψήνομαι να γράψω ένα κείμενο με τις Τοπ 10 εξαιρέσεις στον κανόνα των αχρείαστων remake, αλλά πολύ φοβάμαι ότι δεν θα μου φτάσουν οι ταινίες για να καλύψω τόσες θέσεις.

Saturday, November 08, 2008

Lord of the flies (1963)

Βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του νομπελίστα William Golding, η πρώτη κινηματογραφική εκδοχή του Lord of the flies, καταφέρνει να διατηρήσει τη σοκαριστική ατμόσφαιρα του βιβλίου, και να οπτικοποιήσει με ζοφερό τρόπο την φρικαλεότητα της ανθρώπινης φύσης, όταν αυτή αφήνεται ελεύθερη να ξεδιπλωθεί στην απομόνωση.

Με φόντο την κλασσική -πλέον- υπόθεση των ναυαγών σε έρημο νησί, στην προκειμένη περίπτωση μιας ομάδας σχολιαρόπαιδων, ο Golding έπλεξε δεξιοτεχνικά μια αλληγορική ιστορία επιβίωσης και βιαιότητας, που περιστρέφεται γύρω από την προβληματική αναδιοργάνωση μιας κοινωνίας με τα ένστικτα στη θέση των άγραφων κανόνων, εξερευνά τον τρόμο που έρχεται με το χαμό κάθε ελπίδας, και περνά ένα ισχυρό αντιπολεμικό μήνυμα με το ξεσκέπασμα της ακατανίκητης επιθυμίας για επικράτηση και του τέλματος που έρχεται μόνο μετά την ολοκληρωτική καταστροφή (το βιβλίο γράφηκε την περίοδο του ψυχρού πολέμου και εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1954, με τις μνήμες του 2ου παγκοσμίου ακόμα νωπές).

Ο σκηνοθέτης κάνει μια εξαιρετική δουλειά στην μεταφορά της ιστορίας από το βιβλίο στη μεγάλη οθόνη, και παρόλο που ορισμένες φορές μοιάζει απλά διεκπεραιωτικός, καταφέρνει να μείνει πιστός στην ιστορία, και να συγκλονίσει με την μινιμαλιστική σκηνοθεσία του. Σε συνδυασμό με την μαγευτική ασπρόμαυρη φωτογραφία, σκιαγραφεί τη φρίκη της παρακμής, χωρίς να χρησιμοποιεί γκροτέσκες εικόνες, κι εκμεταλλευόμενος τις αρχέγονες τυμπανοκρουσίες της μουσικής επένδυσης, καταφέρνει αρκετές στιγμές να ανατριχιάσει το θεατή και να τον κάνει να χάσει το καρδιοχτύπι του.



Το εξαιρετικά εκφραστικό καστ των μικρών πρωταγωνιστών, καταφέρνει να αποδώσει άψογα το συναισθηματικό υπόβαθρο της ταινίας, και ανάγει σε ακόμα πιο φρικιαστικό το ξέσπασμα της ανθρώπινης οργής που πηγάζει μόνο μέσα από τις προσωπικές καταπιεσμένες φιλοδοξίες, και τα δυσδιάκριτα όρια μεταξύ της ελευθερίας και της καταπάτησής της. Κρίμα που τα περισσότερα παιδιά δεν εμφανίστηκαν σε καμία άλλη ταινία, αν και το καλλιτεχνικό επίτευγμα του Lord of the flies είναι από μόνο του τόσο σημαντικό, που το καθένα καταφέρνει κι αφήνει το δικό του ξεχωριστό στίγμα στη μεγάλη οθόνη.

Και για να κλείσω με το πιο κρίσιμο ερώτημα για κάθε ταινία του είδους αυτού... Ναί, καταφέρνει και αποδίδει με τον καλύτερο τρόπο το βιβλίο, παραλείποντας μόνο μικρολεπτομέρειες, σε βαθμό που η ικανοποίηση που προσφέρει η ιστορία με τον γραπτό ή οπτικοποιημένο τρόπο, θεωρείται εφάμιλλη. Φυσικά με σεβασμό στο αυθεντικό αριστούργημα του Golding, και πάντα με τη σκέψη ότι η προβολή της ταινίας αποδυναμώνει το βιβλίο, θα σας πρότεινα να διαβάσετε την ιστορία πριν τη δείτε.

ΥΓ 1. Εξαιρετική προσθήκη στο κλίμα του βιβλίου, αποτελούν οι τίτλοι έναρξης της ταινίας, που δημιουργούν τη βασική προϊστορία, και παρέχουν οπτικά τους τρόπους και τα κλειδιά αποκρυπτογράφησης της ολοφάνερα συμβολικής ιστορίας, παραμένοντας πιστοί στις προθέσεις του ίδιου του συγγραφέα.

ΥΓ 2. Όσοι ήδη έχετε διαβάσει το βιβλίο ή έχετε δει την ταινία, θυμηθείτε ξανά τα γεγονότα με αυτό το διασκεδαστικό παιχνίδι.

Wednesday, November 05, 2008

After Sex (2007)

Ο τίτλος είναι όσο πρέπει γαργαλιστικός και η ιδέα των συζητήσεων που κάνουν τα ζευγάρια μετά το σεξ, αρκούσε για να μου τραβήξει το ενδιαφέρον αυτή η ταινία. Κι η αρχή της με τους "διεστραμμένους" τίτλους τυπογραφίας να επιδίδονται σε ευφάνταστους οργασμικούς συνδυασμούς, είναι αρκετά διασκεδαστική.

Σ'αυτό το σημείο όμως και μέχρι τα μισά της ταινίας παρουσιάζεται ένα βασικό πρόβλημα. Οι ερμηνείες γύρω από το αθεράπευτα κλισέ σενάριο. Οι ηθοποιοί φαίνονται αρκετά επιτηδευμένοι και ιδιαίτερα σφιγμένοι, ειδικά στη σκέψη ότι μόλις τελείωσαν το σεξ. Κι οι ατάκες τους όμως δεν βοηθούν καθόλου, αφού μια τόσο εμπνευσμένη υπόθεση, χάνεται σε στερεότυπες εξωτερικεύσεις συναισθημάτων, και στην προβολή τόσο συνηθισμένων μοτίβων ερωτικής σύγκρουσης, που αφήνει την πλοκή να κατέχει μια αλήθεια μόνο στο κινηματογραφικό πανί, χωρίς να μπορεί ο θεατής να περάσει τις εικόνες στην καθημερινότητά του. Η σεξουαλική διάθεση μάλιστα του σεναριογράφου, μιας και δεν εκτονώνεται σε σκηνές σαρκικού πάθους, εκδηλώνεται μέσα από "δήθεν" προκλητικές συζητήσεις, που προσπαθούν να σοκάρουν αλλά δεν πείθουν.

Με την προϋπόθεση όμως ότι έχεις κάτσει να δεις την ταινία χαλαρά, χωρίς να περιμένεις κάτι ιδιαίτερο, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα ζευγάρια καταλαμβάνουν αυτοτελείς ιστορίες που δεν μπλέκονται στη γενικότερη υπόθεση και διαρκούν συνολικά 75 λεπτά, στα μισά της ταινίας συμβαίνει κάτι ανέλπιστα μαγικό. Συνειδητοποιείς ότι έχεις παρασυρθεί από τις συζητήσεις και τις αγνές προθέσεις τους, σε ένα παιχνίδι αντιστοίχησης των συζητήσεων σε καθολικότερα και περισσότερο πάγια συμπεράσματα που η εμπειρία σου υποδεικνύει. Το γέμισμα των σεναριακών κενών μάλιστα καταλήγει τόσο διασκεδαστικό, που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν αυτός ήταν ο σκοπός του δημιουργού εξ' αρχής. Και πάνω που έχεις αρχίσει να συγχωρείς τα ατοπήματα αυτά, έρχονται και 1-2 πραγματικά ενδιαφέροντα ζευγάρια, να σώσουν περαιτέρω το ερωτικό αυτό παιχνίδι.



Εν τέλει χωρίς να το καταλάβεις, και μόνο με λίγα βαρετά λεπτά - ανάλογα με τις σεξουαλικές σου προτιμήσεις, η ταινία φτάνει στο τέλος της με το διασκεδαστικότερο και πιο πετυχημένο, κατ' εμέ, ζευγάρι να χαρίζει αυθεντικό -επιτέλους- γέλιο, και να ολοκληρώνει όμορφα τις 8 συζητήσεις, αφήνοντας το θεατή να θέλει παραδόξως, κι επόμενο γύρο.

ΥΓ 1. Ζευγάρια ενωθείτε και απολαύστε την ταινία μαζί, και μετά το τέλος της αυτοσχεδιάστε με δικές σας συζητήσεις υποτιθέμενου after-sex, κι θα έχετε ένα άκρως απολαυστικό σαββατόβραδο στο σπίτι με παρέα.

ΥΓ 2. Για τους μοναχικούς θεατές, ορισμένες συζητήσεις της ταινίας είναι η καλύτερη παρηγοριά που δεν έχετε βρει ακόμα το άλλο σας μισό. Βέβαια επειδή η ιδέα των σκηνών του σεξ που παραλείπονται ίσως καταλήξει βασανιστική, θα σας πρότεινα να τη δείτε πριν από βραδινή έξοδο, μπας και σας φορτώσει με θάρρος να κυνηγήσετε τη δική σας "πονηρή" περιπέτεια. Στην τελική όλο και κάποιον πρωταγωνιστή -στρια θα βρείτε να σας ανάβει, αλλά αν πιάσετε τον εαυτό σας να βλέπει στο repeat την ιστορία του/της, τότε μάλλον χρειάζεστε μια βόλτα στο πλησιέστερο βιντεοκλάμπ για περισσότερη έμπνευση. Ξέρεις εσύ...το βίντεοκλαμπ δεν τελειώνει στην κόκκινη κουρτίνα....

Tuesday, November 04, 2008

She done him wrong (1933)

Στις 5 δεκαετίες που διήρκησε η καριέρα της, η Mae West ολοκλήρωσε μόνο 12 ταινίες, αλλά με το πολύπλευρο ταλέντο της στη συγγραφή των σεναρίων, στην ηθοποιία και στον τσαμπουκά με τον οποίο διεκδίκησε και ενσάρκωσε τους πιο αντισυμβατικούς ρόλους, κατάφερε να κάνει και τις 12 να περιστρέφονται αποκλειστικά γύρω από την ίδια, και το κινηματογραφικό Hollywood να την αναγνωρίζει ως μία από τις σημαντικότερες ηθοποιούς-δημιουργούς της κλασσικής του ιστορίας.

Έχοντας ήδη ανεβάσει επιτυχώς στο θέατρο το "Diamond Lil", στο οποίο βασίστηκε η ταινία, πέρασε 2 χρόνια να ετοιμάζει την κινηματογραφική διασκευή του, προσπαθώντας να μείνει πιστή στο προκλητικό κλίμα της υπόθεσης, χωρίς να αφαιρέσει τους σεξουαλικούς υπαινιγμούς, και συγχρόνως να αποφύγει την λογοκρισία που θα εμπόδιζε την ταινία από το να έχει μια ολοκληρωμένη έξοδο στις αίθουσες. Αυτό οδηγεί στη συνύπαρξη μιας σειράς από σκηνές, που καθοδηγούν με υποχθόνια μέσα τον θεατή στην δημιουργία ασφαλών συμπερασμάτων για το τι συμβαίνει πίσω από αυτές, με μια πληθώρα λεκτικών παιχνιδισμάτων, που στο χαρτί θα φαίνονταν αρκετά ανώδυνα αλλά όταν συνδυαστούν με την εκρηκτική περσόνα της Lou (Mae West), αφήνουν περιθώρια σε πολυεπίπεδες "πονηρές" ερμηνείες.

Για να ενισχύσει ακόμα περισσότερο την δυναμική του έργου, η West συμπεριλαμβάνει στη σεναριογραφή της, αρκετούς δεύτερους ρόλους, ο καθένας εκκεντρικός με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο, το σύνολο των οποίων εμπλέκεται σε παράπλευρες ιστορίες, που ενώνονται άμεσα ή έμμεσα στο φινάλε. Εκμεταλλευόμενη μάλιστα την ανισσόροπη διανομή της δύναμης στον συγκαλυμμένο υπόκοσμο του '90 (μιλάμε για 1890), αφήνει τους "μνηστήρες" της να φαγωθούν μεταξύ τους, όταν η ίδια τόσο δεξιοτεχνικά φαίνεται να περιμένει το δικό της "Οδυσσέα". Μέσα στη γενικότερη διαπλοκή, τις μηχανορραφίες και τα υποχθόνια σχέδια όμως, δεν αφήνει απ'έξω ούτε το δικό της σκοτεινό παρελθόν, και όπως τα διαμάντια που τόσο αγαπά έχουν στη φύση τους τον άνθρακα, έτσι κι η ίδια κλείνει όλες τις αδυναμίες της στις εξωφρενικά φορτωμένες εμφανίσεις της και στην άκρατη επίδειξη της ακούσιας υπεροχής της.



Με έναν, ειρωνικά, αντιπροσωπευτικό της δικής της πραγματικότητας τρόπο, η West πορεύεται παράλληλα με την αξιοζήλευτη, κι εύκολα μισητή περσόνα, που συγκλονίζει εντός και εκτός του έργου, καταφέρνει να ξεχωρίσει ανάμεσα στον όχλο με την ιδιόμορφη και αντισυμβατική ομορφιά της, και δημιουργεί μια ταινία μόλις μιας ώρας, η οποία στέκεται διαχρονικά πλήρης από άποψη πλοκής, και ολοκληρώνεται την κατάλληλη στιγμή, αφήνοντας το κοινό να παρακαλάει για περισσότερο.

Ανάμεσα στην θεατρική αναπαράσταση της (πιο παλιάς!) δεκαετίας του '90, στις διασκεδαστικές ατάκες, στα σαγηνευτικά μουσικά νούμερα, και στα αντικρουόμενα σχέδια της υπόθεσης, καταφέρνει να συγκεντρώσει μερική από την γενική προσοχή, ο πρωτοεμφανιζόμενος τότε Cary Grant. Κι αυτός ο ρόλος βέβαια, καταλήγει να αποτελεί άλλο ένα πάτημα για την επίδειξη της συγκλονιστικής πρωταγωνίστριας. Λίγες ταινίες κατάφεραν να εγκωμιάσουν επιτυχώς, ένα τόσο ιδιόρρυθμα προικισμένο γυναικείο ρόλο.

ΥΓ. Κι αν παρασύρθηκα τόσο πολύ από την ισοπεδωτική παρουσία της West στην ταινία, που με ανάγκασε να ασχοληθώ σχεδόν αποκλειστικά μαζί της στο κείμενο μου, διάβασε το εξαιρετικά ενδιαφέρον trivia στο imdb, που είναι από μόνο του ικανό να σε πείσει να τη δεις, και μετά πέρνα από τα σχόλια να μου πεις πόσα λεπτά χρειάστηκες, μέχρι να παραδοθείς απόλυτα στην ξεχωριστή γοητεία της Lou (της Mae West κατ' επέκτασιν).

Saturday, November 01, 2008

Blindness (2008)

Τί κι αν κράτησα τα μάτια μου κλειστά στις κριτικές που ήρθαν η μία μετά την άλλη να καταδικάσουν την τελευταία δουλειά του Meirelles; Τί κι αν δεν θέλησα να με προκαταλάβει αρνητικά η σκέψη της αμερικανικής εισβολής σε διάφορα δημιουργικά επίπεδα της ταινίας; Το καταδικαστικό κλίμα πλανιόταν στον αέρα της Αθήνας ολόκληρο το φεστιβαλικό Σεπτέμβρη. Θέλοντας να κρίνω βέβαια την ταινία ιδίοις όμασι, ξεπέρασα τις φήμες, τα 'σκασα χοντρά στον κινηματογράφο (8,50 ευρώ για μια αίθουσα με 45" οθόνη και 15 τετραγωνικά χωρητικότητα, το έχουν ξεφτιλίσει το θέμα-θα το συζητήσουμε κάποια άλλη στιγμή), τα φώτα χαμήλωσαν και "καλή προβολή".

Από την αρχή η ταινία σε κρατάει σε μια απόσταση, και σ'αυτό βοηθά η αποστειρωμένα χλωμή φωτογραφία, που έρχεται σε αντίθεση με την εκρηκτικά τροπική φωτογραφία της "Πόλης του Θεού" και της "Πόλης των ανθρώπων" (των προηγούμενων ταινιών του ιδίου), αλλά καταφέρνει να δημιουργήσει το καταλληλότερα "αρρωστημένο" κλίμα που αρμόζει στην υπόθεση της. Μπορεί εδώ το κοινό να μην βουτά εξ'αρχής στην πλοκή, αλλά η συνειδητοποίηση των όσων συμβαίνουν έρχεται δεξιοτεχνικά απότομα, και είναι αρκετή για να δημιουργήσει το πρώτο σοκ, κυρίως σε ένα υποθετικό επίπεδο. Στα μισά της ταινίας βέβαια ο εγκλεισμός των πρωταγωνιστών, και των σκηνών σε ένα απομονωμένο και παρθενικά καινούργιο κόσμο, έρχεται για να μας φέρει σε μία νέα φρικιαστική πραγματικότητα, όπου τα πάντα επαναπροσδιορίζονται, και το καλό με το κακό μπερδεύουν τις ταυτότητές τους, την ίδια στιγμή που οι ανθρώπινοι κανόνες επιβίωσης μοιάζουν βγαλμένοι από σενάρια επιστημονικής φαντασίας.

Αν κάνεις το λάθος να αντιμετωπίσεις όσα συμβαίνουν από δω κι έπειτα σαν επιστημονική φαντασία όμως, είναι μαθηματικά βέβαιο πως θα καταλήξεις στην ομάδα των ανθρώπων που καταδίκασαν το Blindness, μιας και αυστηρά επιστημονικά βασίζεται σε υποθετικά σενάρια και αναπάντητα ερωτήματα που απογοητεύουν. Αν από την άλλη ακολουθήσεις μια πιο ποιητικά λογοτεχνική προσέγγιση, θα πλησιάσεις τις βαθύτερες προθέσεις της ταινίας, που οδηγούν σε σημαντικότερες και ικανοποιητικότερες συναισθηματικές και πνευματικές κορυφώσεις, με αποκορύφωμα το άκρως ποιητικό και αντικρουόμενα συναισθηματικό φινάλε.

Το σημαντικότερο δημιουργικό στοιχείο της όμως είναι πως ακόμα και να την προσεγγίσεις εντελώς ανεπηρέαστος από οποιοδήποτε λογοτεχνικό ή επιστημονικό ρεύμα, θα ξενερώσεις μεν από μερικές σκηνές που απροκάλυπτα θέλουν να σε εκμεταλλευτούν και να σε καθοδηγήσουν στα τυφλά, συναισθηματικώς, αλλά σίγουρα θα πεταχτείς από το κάθισμά σου από τον τρόμο της ανθρώπινης απελπισίας, και θα βγεις από την αίθουσα με μπόλικη "τροφή" για σκέψη. Άλλωστε τεχνικά η ταινία είναι γεμάτη από καθηλωτικές πειραματικές εναλλαγές του φωτός και του σκοταδιού, από εικόνες τόσο ρεαλιστικά σάπιες μα συγχρόνως τόσο γεμάτες από ηδονές κάθε μορφής, κι από σκηνές τόσο έξυπνα χορογραφημένες που θυμίζουν οπτικά αριστουργήματα του βουβού κινηματογράφου.



Από τον ωμό ρεαλισμό των προηγούμενων ταινιων του, ο Meirelles περνά σε έναν υπέρρεαλισμό, που ξεδιπλώνει μια βιβλικά αλληγορική και καθαρά ουμανιστική ιστορία, μέσα σε μια εγκλωβιστικά στοιχειωτική ατμόσφαιρα, που ακόμα και μέρες μετά το λυτρωτικό της τελείωμα, σε κάνει να την ονειρεύεσαι με τα μάτια κλειστά.

ΥΓ 1. Η περίπτωση του Blindness, μου θυμίζει το "Σκοτεινό Χωριό" του Shyamalan. Όποιος επηρεασμένος από τα παραπλανητικά τρέηλερ πήγε στο σινεμά με την προοπτική να δει ένα καλό θρίλερ επιστημονικής φαντασίας, έφυγε άκρως απογοητευμένος. Αν όμως αντιμετώπισε την υπόθεση σαν ένα λογοτεχνικό δημιούργημα, που χτίζει εξ'αρχής μια ατόφια πραγματικότητα, η οποία συνυπάρχει κάπου ανάμεσα στη δική μας, και ακολουθούσε την συλλογιστική πορεία της σειράς των ηθικών και κοινωνικών ερωτημάτων που ανέκυπταν, και της τρομακτικής εξερεύνησης των ανθρωπίνων ορίων, σίγουρα έφυγε από τον κινηματογράφο με μία ξεχωριστή ικανοποίηση.

ΥΓ 2. 'Οσο κι αν δυσκολεύομαι να χωνέψω την Juliane Moore, αναγνωρίζω ότι έχει προσφέρει μερικές από τις πιο προκλητικά ολοκληρωμένες συναισθηματικές ερμηνείες, κι εδώ πράττει αναλόγως. Την παράσταση όμως κλέβει, για μένα, ο γαλήνια συγκλονιστικός Danny Glover.